-
1 κηδεμονικός
A provident, careful,φίλος Plb.Fr.80
;νουθέτησις Phld.Lib.p.13
O.;παρρησία Plu.2.55b
;ἀνήρ Epict.Gnom.63
; τὸ κ., = foreg., Plb.31.27.12, Cic.Att.2.17.3, Muson.Fr.14p.73H.: [comp] Comp., J.BJ1.28.2: [comp] Sup., Ph. 2.288. Adv. - (Canopus, iii B.C.), Muson.Fr.15AP.79 H., Luc.Symp.46, etc.;κ. ἔχειν πρός τινα Plb.4.32.4
; κ. ὑποδεῖξαι, ἀποκρῖναι, J.AJ11.6.6, Sor.1.28.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κηδεμονικός
См. также в других словарях:
ηγεμονικός — ή, ό (AM ἡγεμονικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ηγεμόνα ή σε βασιλιά ή σε αυτοκράτορα («ηγεμονικοί τρόποι») 2. ο ικανός να ηγεμονεύει, να κυβερνά, να διοικεί («ἡγεμονικός τὴν φύσιν», Πλάτ.) 3. αυτός που έχει την κλίση ή την τάση… … Dictionary of Greek