Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἔφᾱβος

См. также в других словарях:

  • έφαβος — ἔφαβος, ὁ (Α) δωρ. τ., βλ. έφηβος …   Dictionary of Greek

  • ἐφάβω — ἔφαβος masc nom/voc/acc dual ἔφαβος masc gen sg (doric aeolic) ἐφά̱βω , ἔφηβος one arrived at adolescence masc nom/voc/acc dual (doric) ἐφά̱βω , ἔφηβος one arrived at adolescence masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔφαβον — ἔφαβος masc acc sg ἔφᾱβον , ἔφηβος one arrived at adolescence masc acc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έφηβος — ο, η (ΑΜ ἔφηβος, ὁ, Α δωρ. τ. ἔφαβος) αυτός (ή αυτή) που βρίσκεται στην εφηβική ηλικία, στην ήβη (περίπου από 18 μέχρι 21 ετών), ο νέος (ή η νέα) («ἐπιμελεῑσθαι τῶν ἐφήβων», Αριστοτ.) αρχ. 1. φρ. «εἰς τοὺς ἐφήβους ἐγγραφῆναι» να γραφούν στα… …   Dictionary of Greek

  • εφαβικός — ἐφαβικός, ή, ὸν (Α) [έφαβος] δωρ. τ., βλ. εφηβικός …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»