-
1 εφηβος
дор. ἔφᾱβος ὅ1) эфеб, юноша, достигший возмужалости, подросток (с 16, в Афинах с 18 лет, между παῖς и νέος; достигнув этого возраста, он подвергался докимасии (см. δοκιμασία См. δοκιμασια), записывался как совершеннолетний и полноправный гражданин в ληξιαρχικόν своего дема и привлекался к περίπολος, т.е. к военной службе в пограничных отрядах, отбывая ее до 20-летнего возраста) Arst., Plut.εἰς τοὺς ἐφήβους εἰσέρχεσθαι Xen. — вступить в число эфебов;
εἰς ἐφήβους ἐγγράφεσθαι Plat. — быть записанным в число эфебов;ἐξ ἐφήβων γίγνεσθαι Luc. — выйти из юношеского возраста2) «эфеб» ( бросок в игре в кости) Anth.
См. также в других словарях:
έφαβος — ἔφαβος, ὁ (Α) δωρ. τ., βλ. έφηβος … Dictionary of Greek
ἐφάβω — ἔφαβος masc nom/voc/acc dual ἔφαβος masc gen sg (doric aeolic) ἐφά̱βω , ἔφηβος one arrived at adolescence masc nom/voc/acc dual (doric) ἐφά̱βω , ἔφηβος one arrived at adolescence masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔφαβον — ἔφαβος masc acc sg ἔφᾱβον , ἔφηβος one arrived at adolescence masc acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έφηβος — ο, η (ΑΜ ἔφηβος, ὁ, Α δωρ. τ. ἔφαβος) αυτός (ή αυτή) που βρίσκεται στην εφηβική ηλικία, στην ήβη (περίπου από 18 μέχρι 21 ετών), ο νέος (ή η νέα) («ἐπιμελεῑσθαι τῶν ἐφήβων», Αριστοτ.) αρχ. 1. φρ. «εἰς τοὺς ἐφήβους ἐγγραφῆναι» να γραφούν στα… … Dictionary of Greek
εφαβικός — ἐφαβικός, ή, ὸν (Α) [έφαβος] δωρ. τ., βλ. εφηβικός … Dictionary of Greek