-
1 εφηβικος
-
2 ἔφα
См. также в других словарях:
εφαβικός — ἐφαβικός, ή, ὸν (Α) [έφαβος] δωρ. τ., βλ. εφηβικός … Dictionary of Greek
εφηβικός — ή, ό (Α ἐφηβικός, ή, όν, δωρ. τ. ἐφαβικός) [έφηβος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους εφήβους ή στην εφηβική ηλικία, νεανικός (α. «ἐφαβικὰ βαῑνε δ ἐς ἆθλα», Θεόκρ. β. «εμάντευες όλο εκείνο το εφηβικό κορμί το μεστωμένο», Ξενόπλ.) νεοελλ. μτφ.… … Dictionary of Greek