Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἔπλεο

См. также в других словарях:

  • ἔπλεο — πέλω come into existence imperf ind mp 2nd sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επίκλοπος — ἐπίκλοπος, ον (AM) [επικλέπτω] 1. δόλιος, πανούργος, κατεργάρης («ὑπεροπῆά τ’ ἔμεν καὶ ἐπίκλοπον», Ομ. Οδ.) 2. πονηρός, απατηλός σε κάτι («ἀλλά τις ἀρτιεπὴς καὶ ἐπίκλοπος ἔπλεο μύθων», Ομ. Ιλ.) 3. αυτός που χειρίζεται κάτι με επιδεξιότητα (α.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»