Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

ἔπιπλα

  • 1 επιπλα

         ἔπιπλα
        ион. тж. ἐπίπλοα τά (pl. к ἔπιπλον См. επιπλον) движимое имущество, пожитки, предметы домашнего обихода, утварь Her., Thuc., Lys., Xen., Isae., Arst., Plut.

    Древнегреческо-русский словарь > επιπλα

  • 2 επιπλοα

        ион. Her. = ἔπιπλα См. επιπλα

    Древнегреческо-русский словарь > επιπλοα

  • 3 επιπλον

        τό Isae. малоупотреб. sing. к ἔπιπλα См. επιπλα

    Древнегреческо-русский словарь > επιπλον

  • 4 ειστιθημι

        ион. и староатт. ἐστίθημι
        1) (на или во что-л.) класть, грузить
        

    (τι ἐς ναῦν и ἐς ἅμαξαν Her.; τι εἰς τὸ κενόν Arst.; med. τέκνα καὴ γυναῖκας καὴ ἔπιπλα πάντα Her.; σῖτα μέτρια Xen.)

        εἰστίθεσθαί τι σέλματα Eur.грузить что-л. на палубу

        2) приделывать, прикреплять
        3) передавать

    Древнегреческо-русский словарь > ειστιθημι

  • 5 χρυσιον

        τό [demin. к χρυσός См. χρυσος]
        1) золото
        

    ἄπυρον χ. Her.золотая руда или самородное золото;

        κεχρῆσθαι τῷ χρυσίῳ Plat. — пользоваться золотом;
        χ. ἄσημον Thuc.золото в слитках

        2) золотое изделие
        3) тж. pl. золотые монеты, деньги Eur., Men.
        

    τὸ καινὸν χ. Arph. — золото новой чеканки;

        δέεσθαι χρυσίου πρός τι Xen.нуждаться в деньгах для чего-л.

        4) ласк. ( в обращении) сокровище мое! Arph., Anth.

    Древнегреческо-русский словарь > χρυσιον

  • 6 εκ

    (перед гласн. εξ) πρόθ. με γεν.
    1) (при обознач, места) из; с; εκ τού παραθύρου из окна; ανεχώρησεν εξ Αθηνών он выехал из Афин; αφίκετο εκ Παρισίων он прибыл из Парижа; κατέπεσεν εξ ΰψους δέκα μέτρων он упал с высоты десять метров; εκ δεξιών справа, с правой стороны; εξ αριστερών слева, с левой стороны; εκ τού πλησίον, εκ τού σύνεγγυς с близкого расстояния; εκ των πλαγίων сбоку; εκ των έμπροσθεν спереди; εκ των όπισθεν сзади, с тылу; 2) (при обознач, происхождения, источника): τα εκ τού εμπορίου κέρδη торговые доходы; κατάγεται εξ ευγενών он из дворян; κατάγεται εκ Πελοποννήσου он из Пелопоннеса; έλαβε τα χρήματα εκ τού ταμείου он получил деньги из кассы; 3) (при обознач, лица или предмета, которого касаются, который хватают, захватывают); τον ήρπασε εκ της κόμης он его схватил за волосы; κρατώ το παιδίον εκ της χειρός держать ребёнка за руку; 4) (при обознач, выбора или целого, часть которого выделяется) из; έν εκ των δύο одно из двух; εκ δεκαπέντε ψήφων έλαβε δέκα из пятнадцати голосов он получил десять; 5) (при обознач, материала или состава) из; οϊνος εκ σταφυλών виноградное вино; επιπλα εκ ξύλου δρυός дубовая мебель; λεξικόν εξ επτά τόμων словарь в семи томах; 6) (при обознач, причины) от; по; εκ χαράς от радости; εκ της οργής от гнева, ярости; θάνατος εξ ασιτίας смерть от голода, голодная смерть; εξ αγνοίας по незнанию; εξ αμελείας по легкомыслию; τον ανεγνώρισα εκ τού χρώματος της κόμης του я его узнал по цвету волос; εξ αιτίας из-за; вследствие; по причине; εξ αίτιας του благодаря ему; из-за него; по его вине; 7) (при обознач, времени) с; εξ αρχής или ξαρχής сначала; εξ υστερης затем, после; εξ αμνημονεύτων χρόνων с незапамятных времён; εξ απαλών ονύχων с юных лет; 8) (при обознач, превращения, перемены, изменения) из; ανέστη εκ νεκρών он воскрес из мёртвых; έγινε εξ αγαθοό κακός из доброго он стал злым; 9) (при обознач, родства): συγγενής εκ πατρός родственник по отцу; 10) (входит в состав наречных выражений): εξ άλλου вместе с тем; между прочим; εξ ονόματος μου от своего имени; εκ μέρους μου я со своей стороны, с моей стороны; εξ όψεως с виду; по виду; εξ ακοής понаслышке; εξ ανάγκης по необходимости; вынужденно; εξ Άπαντος или εξάπαντος безусловно, непременно; ως εκ τούτου вследствие этого; εξ ίσου или εξίσου поровну; в такой же мере; одинаково; εξ απρόοπτου внезапно, неожиданно;

    εκ του αφανούς — незаметно; — невидимо;

    εκ συμφώνου по соглашению;
    εκ των ενόντων исходя из обстоятельств, исходя из наших возможностей; θα εξοικονομήσουμε εκ των ενόντων что-нибудь придумаем; как-нибудь выйдем из положения; εκ πείρας по опыту; εκ νέου снова, заново; μάχη εκ τού συστάδην врукопашную; εκ ταχείας быстро

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > εκ

  • 7 κακοβαλμένος

    η, ο
    1) плохо, нехорошо поставленный, положенный; неправильно вставленный;

    κακοβαλμένα έπιπλα — плохо расставленная мебель;

    κακοβαλμένο ρούχο — неаккуратно сложенная одежда;

    2) неаккуратно одетый (о человеке)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > κακοβαλμένος

  • 8 καρυδένιος

    καρυδένιοςήσιος, α, ο
    1) ореховый; сделанный из орехового дерева;

    καρυδένιοςένια έπιπλα — ореховая мебель;

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > καρυδένιος

  • 9 λαξευτός

    η, ό[ν]
    1) высеченный; вырезанный; изваянный; 2) точёный; резной;

    λαξευτά έπιπλα — резная мебель;

    3) перен. отточенный, отшлифованный (стиль и т. п.);

    λαξευτό σώμα — точё- ная фигура

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > λαξευτός

  • 10 μίζερος

    η, ο
    1) нищий, бедный; скудный; убогий, жалкий;

    μίζερα έπιπλα — убогая мебель;

    2) брюзжащий, ворчливый; привередливый;

    г1уа1 πολύ μίζερος στο φαΐ — он очень привередлив в еде;

    3) скупой, скаредный

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μίζερος

См. также в других словарях:

  • ἔπιπλα — implements neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τἄπιπλα — ἔπιπλα , ἔπιπλα implements neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίπλας — ἐπίπλᾱς , πίμπλημι fill imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἐπίπλᾱς , πίμπλημι fill imperf ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίπλοις — ἔπιπλα implements neut dat pl ἐπίπλοος 2 sailing against masc dat pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίπλων — ἔπιπλα implements neut gen pl ἐπίπλοος 2 sailing against masc gen pl (attic) ἐπιπλέω sail upon aor ind act 3rd pl (epic doric ionic aeolic) ἐπιπλέω sail upon aor ind act 1st sg (epic ionic) πίμπλημι fill imperf ind act 3rd pl πίμπλημι fill imperf …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διακόσμηση — Ο εξωραϊσμός, το στόλισμα, η επίθεση στολιδιών σε ένα οικοδόμημα. Δ. χαρακτηρίζεται οτιδήποτε συμπληρώνει τη βασική κατασκευή ενός κτιρίου, στολίζοντας ή εμπλουτίζοντας την εξωτερική ή εσωτερική επιφάνειά του. Αυτό δεν σημαίνει ότι η δ. έχει… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Σέρατον, Τόμας — (Sheraton). Ονομαστός Άγγλος επιπλοποιός (1751 1806). Εργάστηκε βασικά στο Λονδίνο, όπου κατόρθωσε να επιβληθεί χάρη στα νέου ρυθμού έπιπλά του, που είναι γνωστά σήμερα ως έπιπλα ρυθμού Σ. Ο Σ. κυκλοφόρησε το 1791 μια καλαίσθητη έκδοση με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Ασιατικής Τέχνης (Κερκύρας) — Η μοναδική στην Ελλάδα και μία από τις πλουσιότερες στην Ευρώπη συλλογές έργων τέχνης της Ασίας, η οποία αποτελείται από έντεκα χιλιάδες περίπου αντικείμενα, εκτίθεται και πάλι ύστερα από πολλά χρόνια. Το ανάκτορο των Αγίων Μιχαήλ και Γεωργίου,… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Ιστορικό και Λαογραφικό Λίμνης — Το Ιστορικό και Λαογραφικό Μουσείο Λίμνης λειτουργεί από το 1993 σ’ ένα όμορφο νεοκλασικίζον διώροφο κτίριο που χτίστηκε στο δεύτερο μισό του 19ου αι., το οποίο ανήκε στην οικογένεια Ευαγγελινών Φλώκων. Ύστερα από μία ριζική ανακαίνιση, που… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»