-
101 επιπλάττεται
ἐπιπλάσσωspread: pres ind mp 3rd sg (attic)ἐπιπλάσσωspread: pres ind mp 3rd sg (attic)ἐπιπλά̱ττεται, ἐπιπλήσσωstrike: pres ind mp 3rd sg (attic) -
102 ἐπιπλάττεται
ἐπιπλάσσωspread: pres ind mp 3rd sg (attic)ἐπιπλάσσωspread: pres ind mp 3rd sg (attic)ἐπιπλά̱ττεται, ἐπιπλήσσωstrike: pres ind mp 3rd sg (attic) -
103 επιπλάττοιεν
ἐπιπλάσσωspread: pres opt act 3rd pl (attic)ἐπιπλάσσωspread: pres opt act 3rd pl (attic)ἐπιπλά̱ττοιεν, ἐπιπλήσσωstrike: pres opt act 3rd pl (attic) -
104 ἐπιπλάττοιεν
ἐπιπλάσσωspread: pres opt act 3rd pl (attic)ἐπιπλάσσωspread: pres opt act 3rd pl (attic)ἐπιπλά̱ττοιεν, ἐπιπλήσσωstrike: pres opt act 3rd pl (attic) -
105 επιπλάττονται
ἐπιπλάσσωspread: pres ind mp 3rd pl (attic)ἐπιπλάσσωspread: pres ind mp 3rd pl (attic)ἐπιπλά̱ττονται, ἐπιπλήσσωstrike: pres ind mp 3rd pl (attic) -
106 ἐπιπλάττονται
ἐπιπλάσσωspread: pres ind mp 3rd pl (attic)ἐπιπλάσσωspread: pres ind mp 3rd pl (attic)ἐπιπλά̱ττονται, ἐπιπλήσσωstrike: pres ind mp 3rd pl (attic) -
107 επιπλάττοντας
ἐπιπλάσσωspread: pres part act masc acc pl (attic)ἐπιπλάσσωspread: pres part act masc acc pl (attic)ἐπιπλά̱ττοντας, ἐπιπλήσσωstrike: pres part act masc acc pl (attic) -
108 ἐπιπλάττοντας
ἐπιπλάσσωspread: pres part act masc acc pl (attic)ἐπιπλάσσωspread: pres part act masc acc pl (attic)ἐπιπλά̱ττοντας, ἐπιπλήσσωstrike: pres part act masc acc pl (attic) -
109 επιπλάττοντες
ἐπιπλάσσωspread: pres part act masc nom /voc pl (attic)ἐπιπλάσσωspread: pres part act masc nom /voc pl (attic)ἐπιπλά̱ττοντες, ἐπιπλήσσωstrike: pres part act masc nom /voc pl (attic) -
110 ἐπιπλάττοντες
ἐπιπλάσσωspread: pres part act masc nom /voc pl (attic)ἐπιπλάσσωspread: pres part act masc nom /voc pl (attic)ἐπιπλά̱ττοντες, ἐπιπλήσσωstrike: pres part act masc nom /voc pl (attic) -
111 επιπλάττων
ἐπιπλάσσωspread: pres part act masc nom sg (attic)ἐπιπλάσσωspread: pres part act masc nom sg (attic)ἐπιπλά̱ττων, ἐπιπλήσσωstrike: pres part act masc nom sg (attic) -
112 ἐπιπλάττων
ἐπιπλάσσωspread: pres part act masc nom sg (attic)ἐπιπλάσσωspread: pres part act masc nom sg (attic)ἐπιπλά̱ττων, ἐπιπλήσσωstrike: pres part act masc nom sg (attic) -
113 επιπλάττωνται
ἐπιπλάσσωspread: pres subj mp 3rd pl (attic)ἐπιπλάσσωspread: pres subj mp 3rd pl (attic)ἐπιπλά̱ττωνται, ἐπιπλήσσωstrike: pres subj mp 3rd pl (attic) -
114 ἐπιπλάττωνται
ἐπιπλάσσωspread: pres subj mp 3rd pl (attic)ἐπιπλάσσωspread: pres subj mp 3rd pl (attic)ἐπιπλά̱ττωνται, ἐπιπλήσσωstrike: pres subj mp 3rd pl (attic) -
115 επίπλοις
-
116 ἐπίπλοις
-
117 επίπλων
ἔπιπλαimplements: neut gen plἐπίπλοος 2sailing against: masc gen pl (attic)ἐπιπλέωsail upon: aor ind act 3rd pl (epic doric ionic aeolic)ἐπιπλέωsail upon: aor ind act 1st sg (epic ionic)πίμπλημιfill: imperf ind act 3rd plπίμπλημιfill: imperf ind act 1st sg -
118 ἐπίπλων
ἔπιπλαimplements: neut gen plἐπίπλοος 2sailing against: masc gen pl (attic)ἐπιπλέωsail upon: aor ind act 3rd pl (epic doric ionic aeolic)ἐπιπλέωsail upon: aor ind act 1st sg (epic ionic)πίμπλημιfill: imperf ind act 3rd plπίμπλημιfill: imperf ind act 1st sg -
119 furniture
[- ə]noun (things in a house etc such as tables, chairs, beds etc: modern funiture.) επίπλωση,έπιπλα -
120 мебель
[μιέμπιλ'] ουσ. θ. έπιπλα
См. также в других словарях:
ἔπιπλα — implements neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τἄπιπλα — ἔπιπλα , ἔπιπλα implements neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίπλας — ἐπίπλᾱς , πίμπλημι fill imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἐπίπλᾱς , πίμπλημι fill imperf ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίπλοις — ἔπιπλα implements neut dat pl ἐπίπλοος 2 sailing against masc dat pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίπλων — ἔπιπλα implements neut gen pl ἐπίπλοος 2 sailing against masc gen pl (attic) ἐπιπλέω sail upon aor ind act 3rd pl (epic doric ionic aeolic) ἐπιπλέω sail upon aor ind act 1st sg (epic ionic) πίμπλημι fill imperf ind act 3rd pl πίμπλημι fill imperf … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακόσμηση — Ο εξωραϊσμός, το στόλισμα, η επίθεση στολιδιών σε ένα οικοδόμημα. Δ. χαρακτηρίζεται οτιδήποτε συμπληρώνει τη βασική κατασκευή ενός κτιρίου, στολίζοντας ή εμπλουτίζοντας την εξωτερική ή εσωτερική επιφάνειά του. Αυτό δεν σημαίνει ότι η δ. έχει… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Σέρατον, Τόμας — (Sheraton). Ονομαστός Άγγλος επιπλοποιός (1751 1806). Εργάστηκε βασικά στο Λονδίνο, όπου κατόρθωσε να επιβληθεί χάρη στα νέου ρυθμού έπιπλά του, που είναι γνωστά σήμερα ως έπιπλα ρυθμού Σ. Ο Σ. κυκλοφόρησε το 1791 μια καλαίσθητη έκδοση με τον… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Μουσείο Ασιατικής Τέχνης (Κερκύρας) — Η μοναδική στην Ελλάδα και μία από τις πλουσιότερες στην Ευρώπη συλλογές έργων τέχνης της Ασίας, η οποία αποτελείται από έντεκα χιλιάδες περίπου αντικείμενα, εκτίθεται και πάλι ύστερα από πολλά χρόνια. Το ανάκτορο των Αγίων Μιχαήλ και Γεωργίου,… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Ιστορικό και Λαογραφικό Λίμνης — Το Ιστορικό και Λαογραφικό Μουσείο Λίμνης λειτουργεί από το 1993 σ’ ένα όμορφο νεοκλασικίζον διώροφο κτίριο που χτίστηκε στο δεύτερο μισό του 19ου αι., το οποίο ανήκε στην οικογένεια Ευαγγελινών Φλώκων. Ύστερα από μία ριζική ανακαίνιση, που… … Dictionary of Greek