-
61 φίλ-αρχος
φίλ-αρχος, die Herrschaft liebend, herrschsüchtig; καὶ φιλότιμος Plat. Phaed. 82 c, wie Rep. VIII, 549 a; φιλαρχότατος Pol. 6, 48, 8; Sp.
-
62 χιμάρ-αρχος
χιμάρ-αρχος, ὁ, τράγος, der Ziegenanführer, der Leitbock, Leonid. Al. in den Paralip. 89 (IX, 744).
-
63 χῑλί-αρχος
χῑλί-αρχος, ὁ, = χιλιάρχης, w. m. s.
-
64 Βοιώτ-αρχος
Βοιώτ-αρχος, ὁ, = -άρχης, Xen. Hell. 3, 4, 4.
-
65 μόν-αρχος
μόν-αρχος, alleinherrschend, der Monarch; σκᾶπτον μόναρχον, Pind. P. 4, 152, des Alleinherrschers Scepter; Aesch. Prom. 324; Ar. Equ. 1327; Thuc. 1, 122; Plat. Polit. 301 c u. Folgde; – ion. μούναρχος, Her. 3, 80 u. öfter, τὸν μούναρχον τῶν Ζαγκλαίων, 6, 23.
-
66 γυμνασί-αρχος
γυμνασί-αρχος, ὁ, Gymnasiarch; er mußte die Uebungen für die heiligen Spiele besorgen, den Uebungsplatz, die Lehrer, wie Unterhalt für die einzuübenden Jünglinge hergeben, Andoc. 1, 132; Dem. 20, 21; es wurden die reichsten Bürger, aus jeder φυλή einer, dazu gewählt. Nach B. A. 228 besorgten sie besonders die λαμπαδοδρομίαι εἰς τὴν ἑορτὴν τοῦ Προμηϑέως καὶ τοῦ Ἡφαίστου καὶ Πανός. – Sp. Aufseher der Gymnasien, Plat. Eryx. 399 a. Vgl. Wolf Lept. p. XCII u. Böckh Staatsh. I p. 494.
-
67 εὔ-αρχος
-
68 ζώ-αρχος
ζώ-αρχος, ὁ, Thierbeherrscher, Führer eines Elephanten, Ael. Tact. 22.
-
69 κώμ-αρχος
-
70 ναυτίλ-αρχος
ναυτίλ-αρχος, ὁ, Anführer des Seezuges, Sp.
-
71 δω-δεκάδ-αρχος
δω-δεκάδ-αρχος, ὁ, der Anführer von 12 Mann, Xen. Cyr. 3, 3, 11; vgl. B. A. p. 235.
-
72 ναύ-αρχος
-
73 δεκάδ-αρχος
δεκάδ-αρχος, ὁ, Anführer von 10 Mann, Decurio, Xen. Cyr. 8, 1, 14 u. sonst. Bei den Nömern Decemvir, D. Hal. 10, 60. Vgl. δέκαρχος.
-
74 δέκ-αρχος
δέκ-αρχος, ὁ, Decemvir, Dion. Hal. 2, 14, öfter, als v. l. von δεκαδάρχης.
-
75 νησί-αρχος
νησί-αρχος, ὁ, dasselbe, D. Cass. 58, 5.
-
76 βούλ-αρχος
βούλ-αρχος, ὁ, der Erste im Rathe, Inscr. – Urheber des Rathes, Aesch. Suppl. 11. 948.
-
77 βοήθ-αρχος
βοήθ-αρχος, ὁ, Anführer der Hülfstruppen, Pol. 1, 79. Bei den Carthaginiensern eine Obrigkeit, App. Pun. 70.
-
78 νέ-αρχος
-
79 βί-αρχος
βί-αρχος, ὁ, Proviantmeister, Sp.
-
80 δήμ-αρχος
δήμ-αρχος, ὁ, Beherrscher eines δῆμος, z. B. in Aegypten, Vorsteher eines Distrikts, Her. 3, 6. Bes. 1) in Athen, der Vorsteher eines δῆμος, nach Klisthenes (vorher ναύκραροι), Dem. 43, 57; über seine Geschäfte vgl. Harpocrat. Er trieb auch die Schulden der einzelnen Bürger an den δῆμος ein, u. pfändete aus, Ar. Nubb. 37. – 2) in Rom, Volkstribun, Plut., z. B. Coriol. 6 u. A.
См. также в других словарях:
ἀρχός — leader masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-άρχος — [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχός < άρχω. Ο τ. χρησιμεύει ως β συνθετικό σε μεγάλο σχετικά αριθμό συνθέτων τόσο της αρχαίας όσο και της νέας Ελληνικής, τα οποία αναφέρονται στην έννοια του αρχηγού πρβλ. αρχ. νεοελλ. λήσταρχος, στασίαρχος, φύλαρχος αρχ.… … Dictionary of Greek
αρχός — ο ο (Α ἀρχός) το ορθό έντερον αρχ. ο αρχηγός, ο στρατηγός. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρχω. Ο τ. απαντά στον Όμηρο και στον Πίνδαρο για να χαρακτηρίσει «τον αρχηγό», ενώ ο Ιπποκράτης και ο Αριστοτέλης τον χρησιμοποιούν για να δηλώσουν «τον πρωκτό, τον… … Dictionary of Greek
άρχος — ο 1. ο επικεφαλής, ο αρχηγός 2. ο άρχοντας, ο ευγενής. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρχων, με μεταπλασμό (πρβλ. γέρων > γέρος, δράκων > δράκος, Χάρων > Χάρος)] … Dictionary of Greek
ἀρχοί — ἀρχός leader masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχοῦ — ἀρχός leader masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχούς — ἀρχός leader masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχῷ — ἀρχός leader masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχόν — ἀρχός leader masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-άρχης — [ΕΤΥΜΟΛ. Β συνθετικό λέξεων όλων των περιόδων της ελληνικής γλώσσας (Αρχαίας, Μεσαιωνικής, Νεοελληνικής) που προέρχεται από το ρ. άρχω και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη. Σύνθετες λέξεις της Αρχαίας σε άρχης επιδίδουν κυρίως στην Ιωνική… … Dictionary of Greek
ίλαρχος — ο (Α ἴλαρχος) νεοελλ. ο λοχαγός τού ιππικού στον παλαιό στρατό 2. ο λοχαγός τεθωρακισμένων αρχ. ιλάρχης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴλη + αρχος (< αρχός < ἄρχω), πρβλ. ναύ αρχος, ταξί αρχος] … Dictionary of Greek