-
81 λαμπάδ-αρχος
λαμπάδ-αρχος, ὁ, od. λαμπαδάρχης, der Aufseher über den Fackellauf (s. λαμπάς) in Athen, eine Liturgie, Inscr.
-
82 λαγύν-αρχος
λαγύν-αρχος, ὁ, Flaschenmeister, Hesych.
-
83 λαγήν-αρχος
λαγήν-αρχος, ὁ, der Flaschenaufseher, der bei einem Gastmahle die Aufsicht über den Wein hat, Hesych.
-
84 ληξί-αρχος
ληξί-αρχος, in Athen derjenige Beamte bei jedem Demos, der die jungen, wahlfähigen Bürger in die Listen der Bürger einschreibenließ, Poll. 8, 104.
-
85 λέμβ-αρχος
λέμβ-αρχος, ὁ, Befehlshaber eines λέμβος, VLL. erkl. οἱ τοῖς ἐφολκίοις πλέοντες.
-
86 θήρ-αρχος
θήρ-αρχος, ὁ, Aufseher über Elephanten, Ael. Tact. 22.
-
87 λῄστ-αρχος
λῄστ-αρχος, ὁ, dasselbe, Polyaen. 4, 9, 3.
-
88 λῄτ-αρχος
-
89 αὔτ-αρχος
αὔτ-αρχος, ὁ, = αὐτάρχης.
-
90 μῡριόντ-αρχος
μῡριόντ-αρχος, = μυρίαρχος, Aesch. Pers. 306. 955.
-
91 μῡρί-αρχος
μῡρί-αρχος, zehntausend Mann befehligend, Xen. Cyr. 3, 3, 11 u. öfter, u. Sp.
-
92 ὀρνίθ-αρχος
ὀρνίθ-αρχος, ὁ, der Vogelbeherrscher, Ar. Av. 1215.
-
93 ἀρίστ-αρχος
ἀρίστ-αρχος, ὁ, der beste Herrscher, Simon. Ath. III, 99 b; sonst Nom. pr.
-
94 ἀγγελί-αρχος
ἀγγελί-αρχος, ου, ὁ, Erzengel, Agath. 38 (I, 34).
-
95 ἀ-δικαί-αρχος
ἀ-δικαί-αρχος, ein Wortspiel bei Cic. Att. 2, 12, mit Dicäarch u. ungerechten Beamten.
-
96 ἄπ-αρχος
-
97 ἄν-αρχος
-
98 ἐφ-ήβ-αρχος
ἐφ-ήβ-αρχος, ὁ, Aufseher über die Jünglinge (s. ἔφηβος), Arr. Epict. 3, 1, 34.
-
99 ἐνωμότ-αρχος
ἐνωμότ-αρχος, ὁ, der Anführer einer Enomotie (s. das Folgde), Xen. Lac. 11, 4, l. d.
-
100 ὑπ-εφήβ-αρχος
ὑπ-εφήβ-αρχος, ὁ, Unterbefehlshaber der Epheben, Arr. Epict. 3, 7, 19.
См. также в других словарях:
ἀρχός — leader masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-άρχος — [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχός < άρχω. Ο τ. χρησιμεύει ως β συνθετικό σε μεγάλο σχετικά αριθμό συνθέτων τόσο της αρχαίας όσο και της νέας Ελληνικής, τα οποία αναφέρονται στην έννοια του αρχηγού πρβλ. αρχ. νεοελλ. λήσταρχος, στασίαρχος, φύλαρχος αρχ.… … Dictionary of Greek
αρχός — ο ο (Α ἀρχός) το ορθό έντερον αρχ. ο αρχηγός, ο στρατηγός. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρχω. Ο τ. απαντά στον Όμηρο και στον Πίνδαρο για να χαρακτηρίσει «τον αρχηγό», ενώ ο Ιπποκράτης και ο Αριστοτέλης τον χρησιμοποιούν για να δηλώσουν «τον πρωκτό, τον… … Dictionary of Greek
άρχος — ο 1. ο επικεφαλής, ο αρχηγός 2. ο άρχοντας, ο ευγενής. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρχων, με μεταπλασμό (πρβλ. γέρων > γέρος, δράκων > δράκος, Χάρων > Χάρος)] … Dictionary of Greek
ἀρχοί — ἀρχός leader masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχοῦ — ἀρχός leader masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχούς — ἀρχός leader masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχῷ — ἀρχός leader masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχόν — ἀρχός leader masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-άρχης — [ΕΤΥΜΟΛ. Β συνθετικό λέξεων όλων των περιόδων της ελληνικής γλώσσας (Αρχαίας, Μεσαιωνικής, Νεοελληνικής) που προέρχεται από το ρ. άρχω και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη. Σύνθετες λέξεις της Αρχαίας σε άρχης επιδίδουν κυρίως στην Ιωνική… … Dictionary of Greek
ίλαρχος — ο (Α ἴλαρχος) νεοελλ. ο λοχαγός τού ιππικού στον παλαιό στρατό 2. ο λοχαγός τεθωρακισμένων αρχ. ιλάρχης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴλη + αρχος (< αρχός < ἄρχω), πρβλ. ναύ αρχος, ταξί αρχος] … Dictionary of Greek