-
1 αρχος
ὅ1) предводитель, начальник, вождь Hom., Pind.; вожак(αἰετὸς ἀ. οἰωνῶν Pind.)
2) анальное отверстие(ἥ ἔξοδος τῆς τροφῆς καὴ ὅ ἀ. Arst.)
-
2 άρχος
ο см. άρχοντας -
3 αρχός
ο глава, главный -
4 αγγελιαρχος
-
5 αετος
эп.-ион. αἰετός, дор. αἰητός (ᾱ) ὅ1) орел (как птица, посвященная Зевсу - Διὸς φίλτατος οἰωνῶν Hom., Διὸς ἀρχὸς οἰωνῶν Pind., Διὸς πτηνὸς κύων Aesch.)ἀ. ἐν νεφέλαισι погов. Arph. — орел в облаках (ср. «журавль в небе»)
2) воен. орел ( знак или знамя войсковой части у персов и римлян)(ἀ. χρυσοῦς ἐπὴ δόρατος Xen.; ἄρασθαι τὸν ἀετόν Plut.)
3) архит. фронтон, щипец Pind.4) «орел» ( рыба из группы скатов) Arst. -
6 αναρχος
-
7 Ασιαρχος
-
8 βοηθαρχος
-
9 βοιωταρχος
ὅ беотарх (политический и военный руководитель Беотийского союза; беотархи, число которых колебалось между 7 и 11, переизбирались ежегодно) Xen. -
10 βουλαρχος
-
11 γυμνασιαρχος
ὅ гимнасиарх1) в Афинах - избиравшийся каждой филой состоятельный гражданин, на средства и под руководством которого подготовлялись и проводились общественные игры в дни национальных празднеств Dem., Plut.2) начальник гимнасия Plat. -
12 δεκαδαρχος
-
13 δημαρχος
ὅ -
14 δωδεκαδαρχος
-
15 εξαδαρχος
-
16 εξαρχος
ὅ1) зачинатель(θρήνων ἔξαρχοι Hom.)
2) начальник хора, главный запевала(ὅ ἔ. Βρόμιος Eur.; ἔ. καὴ προηγεμών Dem., ирон. τοῦ χοροῦ τῶν κολάκων Plut.)
3) глава, руководитель, начальник(τεχνῶν καὴ ἐργασιῶν Plut.)
ὅ τῶν ἱερέων ἔ. Plut. ( в Риме) = pontifex maximus -
17 επαρχος
- ου ὅ1) эпарх, командующий(Κιλίκων, νεῶν Aesch.)
2) правитель; в Риме (лат. praefectus) префект, наместник(τῆς Σουσιανῆς Polyb.; Τάραντος Plut.)
3) начальникἔ. τῆς αὐλῆς Plut. (лат. praefectus praetorio или praetorii) — начальник преторианцев;
-
18 ευαρχος
-
19 ιππαρχος
ὅ1) гиппарх, командующий конницей (в Афинах было два выборных гиппарха, которым были подчинены 10 φύλαρχοι)2) управляющий конями(Ποσειδῶν Pind.)
3) (у римлян; лат. magister equitum) начальник конницы Plut. -
20 κολοιαρχης
См. также в других словарях:
ἀρχός — leader masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-άρχος — [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχός < άρχω. Ο τ. χρησιμεύει ως β συνθετικό σε μεγάλο σχετικά αριθμό συνθέτων τόσο της αρχαίας όσο και της νέας Ελληνικής, τα οποία αναφέρονται στην έννοια του αρχηγού πρβλ. αρχ. νεοελλ. λήσταρχος, στασίαρχος, φύλαρχος αρχ.… … Dictionary of Greek
αρχός — ο ο (Α ἀρχός) το ορθό έντερον αρχ. ο αρχηγός, ο στρατηγός. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρχω. Ο τ. απαντά στον Όμηρο και στον Πίνδαρο για να χαρακτηρίσει «τον αρχηγό», ενώ ο Ιπποκράτης και ο Αριστοτέλης τον χρησιμοποιούν για να δηλώσουν «τον πρωκτό, τον… … Dictionary of Greek
άρχος — ο 1. ο επικεφαλής, ο αρχηγός 2. ο άρχοντας, ο ευγενής. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρχων, με μεταπλασμό (πρβλ. γέρων > γέρος, δράκων > δράκος, Χάρων > Χάρος)] … Dictionary of Greek
ἀρχοί — ἀρχός leader masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχοῦ — ἀρχός leader masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχούς — ἀρχός leader masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχῷ — ἀρχός leader masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχόν — ἀρχός leader masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-άρχης — [ΕΤΥΜΟΛ. Β συνθετικό λέξεων όλων των περιόδων της ελληνικής γλώσσας (Αρχαίας, Μεσαιωνικής, Νεοελληνικής) που προέρχεται από το ρ. άρχω και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη. Σύνθετες λέξεις της Αρχαίας σε άρχης επιδίδουν κυρίως στην Ιωνική… … Dictionary of Greek
ίλαρχος — ο (Α ἴλαρχος) νεοελλ. ο λοχαγός τού ιππικού στον παλαιό στρατό 2. ο λοχαγός τεθωρακισμένων αρχ. ιλάρχης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴλη + αρχος (< αρχός < ἄρχω), πρβλ. ναύ αρχος, ταξί αρχος] … Dictionary of Greek