-
1 δέκα
δέκα, οἱ, αἱ, τά, indeclin., zehn, Latein. decem, Sansktit dacan, Gothisch taihun, Althochdeutsch zehan, s. Curtius Grundzüge der Griech. Etymol. 1, 104. Verwandt ist wohl δέχομαι (δέκομαι), δεξιός, δάκτυλος, δοχμή; nämlich »zehn« ist die Zahl der Finger; diese aber erhielten ihren Namen wohl im Griech. wie im Deutschen vom »fangen«, aufnehmen, fassen, δέχεσϑαι, δέκεσϑαι, Wurzel Δεκ-; die rechte Hand ist vorzugsweise diejenige, mit welcher man zugreift, aufnimmt, faßt, daher δεξιός. Δέκα nun also heißt wörtlich übersetzt »die Finger«, d. i. »die Fingerzahl«. Das deutsche »Finger« ist der dem Griech. δέκα zu Grunde liegenden Wurzel Δεκ-lautlich fremd und stammt von einer anderen dem Δεκ- gleichbedeutenden Wurzel; doch erscheint wohl auch im Deutschen die Wurzel Δεκ- außer im Zahlworte »zehn« oder »zehen« noch in der »Zehe«, Gothisch taihô, Althochdeursch zehâ; die »Zehen« sind die zehen Finger, die Faßglieder der Füße. – Das Wort δέκα findet sich von Homer an überall; bei Homer ist es in der Ilias weit häufiger als in der Odyssee; in letzterer findet es sich 4, 129. 9, 160. 24, 340, an allen drei Stellen als genaue Zahlbestimmung. Als Ausdruck für eine unbestimmte Vielheit in der Ilias, 2, 372. 489. 4, 347; als genaue Zahlbestimmung in der Ilias z. B. 2, 618. – Attisch bezeichnet οἱ δέκα eine Behörde, die aus zehn Personen besteht, »die Zehnmänner«, decemviri. – Bei Xen. Hell. 3, 4, 23 sind οἱ τὰ δέκα ἀφ' ἥβης, sc. ἔτη, die, welche schon 10 Jahre seit dem 20. Jahre Kriegsdienste gethan haben.
-
2 δεκα-πηχυαῖος
δεκα-πηχυαῖος, = folgdm, Geop.
-
3 δεκα-πλασιάζω
δεκα-πλασιάζω, verzehnfachen, Sp.
-
4 δεκα-πλασίων
δεκα-πλασίων, ονος, dasselbe, Schol. Il. 2, 488.
-
5 δεκα-πλοῦς
δεκα-πλοῦς, οῠν, zehnfach, τίμημα Din. 1, 60; Dem. 24, 83 u. A.
-
6 δεκα-πλάσιος
δεκα-πλάσιος, α, ον, zehnfach, Lys. 19, 35; ἀλγη-δόνες δεκαπλάσιαι Plat. Rep. X, 615 b; τὴν δεκαπλασίαν, sc. τιμὴν καταδικάζειν, das Zehnfache als Strafe, Dem. 24, 105; δεκαπλάσιον τῆς τιμῆς ἀποτινέτω Plat. Legg. XI, 914 c; – τινός, zehnmal größer als, Pol. 22, 5, 15.
-
7 δεκα-στάσιον
δεκα-στάσιον τὸ χρυσίον τοῦ ἀργυρίου Poll. 9, 76, Bekk. ( vulg. δεκαπλάσιον), zehnmal so viel wiegend.
-
8 δεκα-στάτηρος
δεκα-στάτηρος, zehn Stateren werth, Arr. An. 7, 23.
-
9 δεκα-σύλ-λαβος
δεκα-σύλ-λαβος, zehnsylbig, Hephaest.
-
10 δεκα-τρεῖς
δεκα-τρεῖς, τρία, dreizehn, Dem. u. Folgde.
-
11 δεκα-ταλαντία
δεκα-ταλαντία, ἡ, Summe von zehn Talenten, Poll. 9, 52.
-
12 δεκα-τάλαντος
δεκα-τάλαντος, von zehn Talenten, λίϑος, zehn Talente schwer, Ar. bei Poll. 9, 53; δεκατάλαντον καταφαγών Men. Poll. 9, 76; δίκη Aesch. 2, 99; δωρεαί Luc. Tim. 12.
-
13 δεκα-τέσσαρες
δεκα-τέσσαρες, α, vierzehn, Sp., z. B. Matth. 1, 17.
-
14 δεκα-επτά
δεκα-επτά, Sp., für ἐννεακαίδεκαu. s. w.
-
15 δεκα-γράμματος
δεκα-γράμματος, aus zehn Buchstaben bestehend, Ath. X, 455 b.
-
16 δεκα-ετηρίς
δεκα-ετηρίς, πανήγυρις, alle 10 Jahre eintretend, Dio Cass. 57, 24.
-
17 δεκα-ετία
δεκα-ετία, ἡ, Zeit von 10 Jahren, Dion. Hal. 1, 71; Plut. Num. 10 u. a. Sp.
-
18 δεκα-ετής
δεκα-ετής, ές, zehnjährig; πόλεμος, Thuc. 5, 25. – Bei Her. 1, 114 δεκαέτης παῖς.
-
19 δεκα-κότυλος
δεκα-κότυλος, zehn Kotylen fassend, Strab. 3, 2, 7.
-
20 δεκα-εννέα
См. также в других словарях:
δέκα — ten indeclform (numeral) δέκᾱ , δεκάω pres imperat act 2nd sg δέκᾱ , δεκάω imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δέκα — Άκλιτο, απόλυτο αριθμητικό (10). δέκα . Πρώτο συνθετικό λέξεων, που χρησιμοποιείται για τον σχηματισμό πολλαπλών μονάδων, των οποίων η πολλαπλότητα είναι ίση με 10. Συμβολίζεται διεθνώς με da (π.χ. 1 dam = 10 μ.). Στην οργανική χημεία, ως πρώτο… … Dictionary of Greek
δέκα — άκλ. αριθμ. απόλυτο, άθροισμα μονάδων όσα είναι τα δάχτυλα των δύο χεριών: Δέκα εντολές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Δέκα μέτρα καὶ ἕν τέμνε. — См. Десятью примерь, однова отрежь … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Δέκα πληγές του Φαραώ — Ονομασία ισάριθμων υπερφυσικών γεγονότων που, όπως αναφέρει η Παλαιά Διαθήκη, συντελέστηκαν στην Αίγυπτο για να αποδειχτεί η ανωτερότητα του θεού των Ισραηλιτών. Οι θεομηνίες αυτές είναι: 1) τα νερά του Νείλου μετατράπηκαν σε αίμα, τα ψάρια… … Dictionary of Greek
δεκά — δεκάς company of ten fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Άγιοι Δέκα — I Μάρτυρες των οποίων τη μνήμη τιμά η Ανατ. Ορθόδοξη Εκκλησία στις 23 Δεκεμβρίου. Μαρτύρησαν κατά τον διωγμό του Δεκίου στη Γόρτυνα της Κρήτης το 250. Από αυτούς πήρε το όνομά του το χωριό Ά.Δ. και o βυζαντινός ναός που χτίστηκε στη θέση που… … Dictionary of Greek
Μωρὸς ῥίψει λίθον εἰς φρέαρ, καὶ δέκα φρόνιμοι τοῦτον οὐκ ἀνελκύσουσι. — См. Дурак в воду кинет камень, а десять умных не вынут … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Μάρτυρες, Δέκα οι εν Κρήτη — Πρόκειται για τους Θεόδουλο, Σατορίνο, Εύπορο, Γελάσιο, Ευνικιανό, Ζωτικό, Πόντιο, Αγαθόπουλο, Βασιλίδη και Ευάρεστο, οι οποίοι μαρτύρησαν στην Κρήτη επί Δεκίου (249 251) με αποκεφαλισμό. Η μνήμη τους τιμάται στις 23 Δεκεμβρίου … Dictionary of Greek
δεκάσας — δεκά̱σᾱς , δεκάω pres part act fem acc pl (doric) δεκά̱σᾱς , δεκάω pres part act fem gen sg (doric) δεκά̱σᾱς , δεκάω aor part act masc nom/voc sg (attic epic doric ionic aeolic) δεκά̱σᾱς , δεκάζω bribe fut part act fem acc pl (doric)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκάσαι — δεκά̱σᾱͅ , δεκάω pres part act fem dat sg (doric) δεκά̱σαῑ , δεκάω aor opt act 3rd sg (doric aeolic) δεκά̱σᾱͅ , δεκάζω bribe fut part act fem dat sg (doric) δεκάζω bribe aor inf act δεκάσαῑ , δεκάζω bribe aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)