-
1 δεκα-τάλαντος
δεκα-τάλαντος, von zehn Talenten, λίϑος, zehn Talente schwer, Ar. bei Poll. 9, 53; δεκατάλαντον καταφαγών Men. Poll. 9, 76; δίκη Aesch. 2, 99; δωρεαί Luc. Tim. 12.
-
2 πεντε-και-δεκα-τάλαντος
πεντε-και-δεκα-τάλαντος, οἶκος, Dem. 28, 11, ein Vermögen von funfzehn Talenten.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > πεντε-και-δεκα-τάλαντος
-
3 ἑκ-και-δεκα-τάλαντος
ἑκ-και-δεκα-τάλαντος, von sechszehn Talenten, γύναιον Men. bei Gell. 2, 23.
-
4 ἑκκαιδεκατάλαντος
-
5 πεντεκαιδεκατάλαντος
πεντε-και-δεκα-τάλαντος, οἶκος, ein Vermögen von fünfzehn Talenten
См. также в других словарях:
πεντετάλαντος — και δ. γρφ. πεντατάλαντος, ον, Α αυτός που έχει αξία πέντε ταλάντων ή αυτός που συνίσταται σε πέντε τάλαντα 2. αυτός που έχει βάρος ίσο με πέντε τάλαντα 3. φρ. «πεντετάλαντος δίκη» δίκη που διεξάγεται με σκοπό την ανάκτηση ή την είσπραξη… … Dictionary of Greek
πεντηκοντατάλαντος — ον, Α αυτός που έχει βάρος ή αξία πενήντα ταλάντων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντήκοντα + τάλαντον (πρβλ. δεκα τάλαντος)] … Dictionary of Greek
πολυτάλαντος — η, ο / πολυτάλαντος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει πολλά τάλαντα, χρήματα, πολύ πλούσιος, πάμπλουτος νεοελλ. αυτός που είναι προικισμένος με πολλά ταλέντα αρχ. 1. αυτός που έχει αξία πολλών ταλάντων 2. αυτός που έχει βάρος πολλών ταλάντων, βαρύτιμος… … Dictionary of Greek
τριτάλαντος — ον, Α 1. αυτός που έχει βάρος τριών ταλάντων, που ζυγίζει τρία τάλαντα 2. αυτός που αξίζει τρία τάλαντα 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ τριτάλαντον χρηματικό ποσό τριών ταλάντων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + τάλαντον (πρβλ. δεκα τάλαντος)] … Dictionary of Greek
χιλιοτάλαντος — ον, Α αυτός που έχει βάρος ή αξία χιλίων ταλάντων. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιλι(ο) * + τάλαντον (πρβλ. δεκα τάλαντος)] … Dictionary of Greek