-
1 πολύ-φῡλος
πολύ-φῡλος, von vielen Stämmen, Geschlechtern; Timon bei Ath. I, 22 d; Orph. H. 60, 2. 61, 3.
-
2 πάμ-φῡλος
-
3 σύμ-φῡλος
σύμ-φῡλος, von demselben Stamme, verwandt; Plat. Ax. 366 a; Arist. partt. an. 4, 6; – auch übertr., angemessen, τὰ σύμφυλα καὶ πρόςφορα τῷ σώματι, Plut., de san. tu. p. 408.
-
4 τρί-φῡλος
τρί-φῡλος, von drei Zünften, Stämmen, aus so vielen bestehend; τριφύλους ποιεῖν, in drei φυλαί theilen, Her. 4, 161; D. Hal. 4, 14.
-
5 τετρά-φῡλος
τετρά-φῡλος, in vier Zünfte od. Tribus getheilt, Her. 5, 66.
-
6 δω-δεκά-φῡλος
δω-δεκά-φῡλος, von zwölf Stämmen; Or. Sib.; τὸ δ., die zwölf Stämme, N. T., K. S.
-
7 δεκά-φῡλος
δεκά-φῡλος, in zehn Stämme getheilt, Her. 5, 66.
-
8 μονό-φυλος
μονό-φυλος, aus einem Volksstamme, aus einer Gattung, unvermischt, Opp. Cyn. 1, 399, πολὺ φέρτατα πάντων φῠλα μένειν μονόφυλα.
-
9 αἰολό-φῡλος
αἰολό-φῡλος, vielstämmig, Opp. H. 1, 617.
-
10 μῡριό-φῡλος
μῡριό-φῡλος, mit zehntausend, unzähligen Stämmen, Geschlechtern, Arten, Opp. Hal. 1, 626.
-
11 ἀ-πρός-φῡλος
ἀ-πρός-φῡλος, nicht zu dem Stamme, Geschlechte gehörend, Heliod.
-
12 ἀ-σύμ-φῡλος
ἀ-σύμ-φῡλος, eigtl. nicht stammverwandt; übertr., fremd, neben ἀλλότρια Plut., nicht zusammenpassend, Symp. 8, 8, 2; καὶ ἀνάρμοστος Luc. Qu. hist. 11.
-
13 ἀλλό-φῡλος
-
14 ὁμό-φῡλος
ὁμό-φῡλος, von gleichem Stamme, Geschlechte, stammverwandt; φιλία, Eur. Herc. Fur. 1200; ϑοὐμόφυλον, das gleiche Geschlecht, I. T. 346, wie Plat. Menex. 242 d; Thuc. 1, 141; ὄρνιϑες, von derselben Art, Xen. Cyr. 1, 6, 39; int allgemeinern Sinne, der Verwandte, 8, 7, 20; Ζεὺς ὁμόφυλος, Plat. Legg. VIII, 843 a; Folgde; es hat einen weitern Begriff als ὁμοεϑνής, s. dasselbe; οἱ γειτνιῶντες καὶ ὁμόφυλοι βάρβαροι, Hdn. 6, 2, 10; Plut. Arat. 45 u. A.
-
15 ὁλό-φῡλος
-
16 ἑτερό-φῡλος
ἑτερό-φῡλος, von einem andern Volk, einer andern Gattung, fremdartig, Ael. H. A. 16, 27; Nicom. arithm. 1, 3.
-
17 ἔμ-φῡλος
-
18 ἔκ-φῡλος
ἔκ-φῡλος, nicht zum Volksstamm gehörig, fremd; καὶ βάρβαρος Strab. 4, 4, 5; ὄνομα Luc. Lexiph. 24; daher ungewöhnlich, ὄργανα Ath. IV, 182 f; übernatürlich, außerordentlich, καὶ φοβερὸν σῶμα Plut. Brut. 36, vgl. Caes. 69. Ggstz ἔμφυλος.
-
19 αλλοφυλος
21) иноплеменный, чужеземный, чужой(χθών Aesch.; ἄνθρωποι, ἀρχή Thuc.)
πόλεμος ἀ. или πρὸς ἀλλοφύλους Plut. — война с чужеземцами;οἱ ἐκτός τε καὴ ἀλλόφυλοι Plat. — иностранцы2) необычный, особенный(ζῷα Diod.)
-
20 αφυλος
См. также в других словарях:
ετερόφυλος — η, ο (ΑΜ ἑτερόφυλος, ον) αυτός που ανήκει σε άλλο φύλο, ο αλλόφυλος, ο αλλοεθνής μσν. νεοελλ. βιολ. αυτός που ανήκει σε είδος τού οποίου το άρρεν εμφανίζει διάπλαση διαφορετική από αυτήν τού θήλεος, αυτός που ανήκει σε άλλο είδος, ο ανόμοιος, ο… … Dictionary of Greek
πολύφυλος — η, ο / πολύφυλος, ον, ΝΑ 1. αυτός που αποτελείται από πολλά φύλα, από πολλές φυλές 2. (για τόπους και χώρες) αυτός που κατοικείται από πολλές φυλές. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + φυλος (< φῦλον), πρβλ. αλλό φυλος, ομό φυλος] … Dictionary of Greek
μονόφυλος — μονόφυλος, ον (Α) αυτός που κατάγεται από ένα γένος, από μία φυλή, άμεικτος, φυλετικά καθαρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + φυλος (< φυλή), πρβλ. ετερό φυλος] … Dictionary of Greek
μυριόφυλος — μυριόφυλος, ον (Α) αυτός που περιέχει αναρίθμητα φύλα, που διαιρείται σε αναρίθμητες φυλές, σε άπειρα γένη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + φυλος (< φυλή), πρβλ. ετερό φυλος] … Dictionary of Greek
ομόφυλος — η, ο (ΑΜ ὁμόφυλος, ον) αυτός που κατάγεται από την ίδια φυλή, ομοεθνής («μόνος γὰρ τῶν Ἑλλήνων οὐχ ὁμοφύλου γένους ἄρχειν ἀξιώσας», Ισοκρ.) νεοελλ. αυτός που ανήκει στο ίδιο φύλο αρχ. 1. αυτός που ανήκει στο ίδιο γένος ή στο ίδιο είδος («τὰς δὲ… … Dictionary of Greek
ποικιλόφυλος — ον, Α αυτός που αποτελείται από διάφορες φυλές, αιολόφυλος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + φυλος (< φῦλον), πρβλ. ετερό φυλος] … Dictionary of Greek
σύμφυλος — ον, ΝΜΑ (για ζώο) αυτός που ανήκει στο ίδιο γένος ή είδος («αἱ μέλιτται καὶ τὰ σύμφυλα ζῷα ταύταις», Αριστοτ.) νεοελλ. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα σύμφυλα ζωολ. ομοταξία αρθροπόδων που ανήκουν στο υποφύλο μυριάποδα μσν. αρχ. (για πνευματική ή … Dictionary of Greek
τετράφυλος — ον, Α ο διαιρεμένος σε τέσσερεις φυλές, ο αποτελούμενος από τέσσερεις φυλές (α. «τετραφύλους ἐόντας Ἀθηναίους δεκαφύλους ἐποίησεν», Ηρόδ. β. «τετράφυλον ἐποίησε τὴν πόλιν εἶναι, τρίφυλον οὖσαν τέως», Διον. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + φυλος… … Dictionary of Greek
τρίφυλος — ον, Α αυτός που αποτελείται από τρία φύλα, που έχει τρεις φυλές («πόλις τρίφυλος», Δίον. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + φυλος (< φυλή), πρβλ. ἀλλό φυλος] … Dictionary of Greek
αιολόφυλος — αἰολόφυλος, ον (Α) αυτός που αποτελείται από διάφορες φυλές. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰόλος + φυλος < φῦλον] … Dictionary of Greek
ακριτόφυλος — ἀκριτόφυλος, ον (Α) αυτός που έχει άπειρες φυλές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκριτος + φυλος < φυλή] … Dictionary of Greek