Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἑτερό-φῡλος

См. также в других словарях:

  • ετερόφυλος — η, ο (ΑΜ ἑτερόφυλος, ον) αυτός που ανήκει σε άλλο φύλο, ο αλλόφυλος, ο αλλοεθνής μσν. νεοελλ. βιολ. αυτός που ανήκει σε είδος τού οποίου το άρρεν εμφανίζει διάπλαση διαφορετική από αυτήν τού θήλεος, αυτός που ανήκει σε άλλο είδος, ο ανόμοιος, ο… …   Dictionary of Greek

  • μονόφυλος — μονόφυλος, ον (Α) αυτός που κατάγεται από ένα γένος, από μία φυλή, άμεικτος, φυλετικά καθαρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + φυλος (< φυλή), πρβλ. ετερό φυλος] …   Dictionary of Greek

  • μυριόφυλος — μυριόφυλος, ον (Α) αυτός που περιέχει αναρίθμητα φύλα, που διαιρείται σε αναρίθμητες φυλές, σε άπειρα γένη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + φυλος (< φυλή), πρβλ. ετερό φυλος] …   Dictionary of Greek

  • ποικιλόφυλος — ον, Α αυτός που αποτελείται από διάφορες φυλές, αιολόφυλος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + φυλος (< φῦλον), πρβλ. ετερό φυλος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»