-
1 ἑτερό-φῡλος
ἑτερό-φῡλος, von einem andern Volk, einer andern Gattung, fremdartig, Ael. H. A. 16, 27; Nicom. arithm. 1, 3.
-
2 ἑτερόφυλος
ἑτερό-φῡλος, ον,A of another race or breed, Ael.NA16.27, Scymn. 101; opp. πολίτης, Iamb. VP16.69: generally, differing in kind,πρός τι Dam.Pr.74
; of different kinds, Simp. in Ph.890.16.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑτερόφυλος
-
3 ἑτερόφῡλος
ἑτερό-φῡλος, von einem andern Volk, einer andern Gattung, fremdartig
См. также в других словарях:
ετερόφυλος — η, ο (ΑΜ ἑτερόφυλος, ον) αυτός που ανήκει σε άλλο φύλο, ο αλλόφυλος, ο αλλοεθνής μσν. νεοελλ. βιολ. αυτός που ανήκει σε είδος τού οποίου το άρρεν εμφανίζει διάπλαση διαφορετική από αυτήν τού θήλεος, αυτός που ανήκει σε άλλο είδος, ο ανόμοιος, ο… … Dictionary of Greek
μονόφυλος — μονόφυλος, ον (Α) αυτός που κατάγεται από ένα γένος, από μία φυλή, άμεικτος, φυλετικά καθαρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + φυλος (< φυλή), πρβλ. ετερό φυλος] … Dictionary of Greek
μυριόφυλος — μυριόφυλος, ον (Α) αυτός που περιέχει αναρίθμητα φύλα, που διαιρείται σε αναρίθμητες φυλές, σε άπειρα γένη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + φυλος (< φυλή), πρβλ. ετερό φυλος] … Dictionary of Greek
ποικιλόφυλος — ον, Α αυτός που αποτελείται από διάφορες φυλές, αιολόφυλος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + φυλος (< φῦλον), πρβλ. ετερό φυλος] … Dictionary of Greek