Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πολύ-φῡλος

См. также в других словарях:

  • πολύφυλος — η, ο / πολύφυλος, ον, ΝΑ 1. αυτός που αποτελείται από πολλά φύλα, από πολλές φυλές 2. (για τόπους και χώρες) αυτός που κατοικείται από πολλές φυλές. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + φυλος (< φῦλον), πρβλ. αλλό φυλος, ομό φυλος] …   Dictionary of Greek

  • ολόφυλος — ὁλόφυλος, ον (Α) (κατά το λεξ. Σούδα) «ὁ ὁλόκληρος». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + φῦλον (πρβλ. πολύ φυλος)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»