-
1 πολύ-φῡλος
πολύ-φῡλος, von vielen Stämmen, Geschlechtern; Timon bei Ath. I, 22 d; Orph. H. 60, 2. 61, 3.
-
2 μονό-φυλος
μονό-φυλος, aus einem Volksstamme, aus einer Gattung, unvermischt, Opp. Cyn. 1, 399, πολὺ φέρτατα πάντων φῠλα μένειν μονόφυλα.
-
3 πολύφυλος
πολύ-φῡλος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολύφυλος
-
4 πολύφῡλος
πολύ-φῡλος, von vielen Stämmen, Geschlechtern -
5 χωριζω
I[χώρα] помещать, ставить(τέν τάξιν ἐπὴ τῷ μέσῳ Xen.)
II[χωρίς I]1) отделять, разделять, разобщать(τι καί τι и τί τινος Plat.)
χωρίσαι τι κατὰ φυλός Xen. — разбить что-л. на категории;αἱ γνῶμαι κεχωρισμέναι Her. — разделившиеся мнения, разногласие;τούτου χωρισθεῖσ΄ ἐγὼ ὄλλυμαι Eur. — без него я погибну;χωρισθῆναι Polyb. — отделиться, уйти;χωρισθεὴς εἰς Χαλκίδα Polyb. — ушедший в Халкиду;χωρίζεσθαι ἐκ τοῦ χάρακος Polyb. — удаляться от вала;κεχωρισμένη ἀπὸ τοῦ ἀνδρός Polyb. — разведенная с мужем;οἱ χωρίζοντες «разделители» (т.е. те грамматики, которые приписывали «Илиаду» и «Одиссею» различным авторам)2) разграничивать, различать(τι καί τι Plat.; τι ἀπό τινος Arst.)
πολὺ κεχωρισμένος τινός Polyb. — сильно отличающийся от чего-л.;
См. также в других словарях:
πολύφυλος — η, ο / πολύφυλος, ον, ΝΑ 1. αυτός που αποτελείται από πολλά φύλα, από πολλές φυλές 2. (για τόπους και χώρες) αυτός που κατοικείται από πολλές φυλές. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + φυλος (< φῦλον), πρβλ. αλλό φυλος, ομό φυλος] … Dictionary of Greek
ολόφυλος — ὁλόφυλος, ον (Α) (κατά το λεξ. Σούδα) «ὁ ὁλόκληρος». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + φῦλον (πρβλ. πολύ φυλος)] … Dictionary of Greek