-
1 δεκά-φῡλος
δεκά-φῡλος, in zehn Stämme getheilt, Her. 5, 66.
-
2 δω-δεκά-φῡλος
δω-δεκά-φῡλος, von zwölf Stämmen; Or. Sib.; τὸ δ., die zwölf Stämme, N. T., K. S.
-
3 δεκάφυλος
δεκά-φῡλος, ον,A consisting of ten tribes, Hdt.5.66.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δεκάφυλος
-
4 δεκαφυλος
-
5 δωδεκάφῡλος
δω-δεκά-φῡλος, von zwölf Stämmen; τὸ δ., die zwölf Stämme
См. также в других словарях:
τετράφυλος — ον, Α ο διαιρεμένος σε τέσσερεις φυλές, ο αποτελούμενος από τέσσερεις φυλές (α. «τετραφύλους ἐόντας Ἀθηναίους δεκαφύλους ἐποίησεν», Ηρόδ. β. «τετράφυλον ἐποίησε τὴν πόλιν εἶναι, τρίφυλον οὖσαν τέως», Διον. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + φυλος… … Dictionary of Greek