-
1 ευπληκτος
См. также в других словарях:
εύπληκτος — εὔπληκτος, ον (ΑΜ) 1. αυτός που πλήττεται εύκολα 2. αυτός που παράγει καλό ή δυνατό ήχο κατά την κρούση μσν. (μτφ. για πρόσωπα) αυτός που καταπλήσσεται, που παρασύρεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πληκτος (< πλήσσω), πρβλ. από πληκτος, κατά… … Dictionary of Greek
εὔπληκτος — easily struck masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔπληκτον — εὔπληκτος easily struck masc/fem acc sg εὔπληκτος easily struck neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)