Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

εὔπληκτος

См. также в других словарях:

  • εύπληκτος — εὔπληκτος, ον (ΑΜ) 1. αυτός που πλήττεται εύκολα 2. αυτός που παράγει καλό ή δυνατό ήχο κατά την κρούση μσν. (μτφ. για πρόσωπα) αυτός που καταπλήσσεται, που παρασύρεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πληκτος (< πλήσσω), πρβλ. από πληκτος, κατά… …   Dictionary of Greek

  • εὔπληκτος — easily struck masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔπληκτον — εὔπληκτος easily struck masc/fem acc sg εὔπληκτος easily struck neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»