-
1 έλαχον
ἔλαχοςmasc /fem acc sgἔλαχοςneut nom /voc /acc sgλαγχάνωobtain by lot: aor ind act 3rd plλαγχάνωobtain by lot: aor ind act 1st sg -
2 ἔλαχον
ἔλαχοςmasc /fem acc sgἔλαχοςneut nom /voc /acc sgλαγχάνωobtain by lot: aor ind act 3rd plλαγχάνωobtain by lot: aor ind act 1st sg -
3 λαγχάνω
A ; [dialect] Ion. λάξομαι (cf. λάξις) Hdt.7.144: [tense] aor.ἔλᾰχον Il.9.367
, etc.; [dialect] Ep.ἔλλαχον h.Cer.87
, v.l. for ἔλλαβεν in Theoc.25.271; [dialect] Ep.λάχον Il.4.49
, al.; [dialect] Aeol. opt. [ per.] 1sg.λαχόην Sapph.9
(λαχοίην A.D. Synt.247.25
); for λέλᾰχον v. infr. IV: [tense] pf. , 423, etc.: [tense] plpf. ; poet. and [dialect] Ion.λέλογχα Pi.O.1.53
, B.9.39, Emp.20.3, E.Tr. 282 (lyr.), Hdt.7.53, Test. ap.D.21.82, D.H.4.83, etc., but not in early [dialect] Att. Prose; [ per.] 3pl. λελογχᾰσι ([etym.] ν) Od.11.304, Emp.102, butλελᾰχᾱσι Id.115.5
; part.λελαχώς Phld.D.1.17
; [dialect] Dor. [ per.] 3sg.λελόγχει Theoc.4.40
: [tense] plpf.ἐλελόγχει Luc. Am.18
:—[voice] Pass., [tense] aor.ἐλήχθην Lys.17.8
, Is.9.24, D.38.20: [tense] pf. , D.30.34; [ per.] 3pl.λελάχαται Perict.
ap. Stob.4.28.19:I c. acc. rei, obtain by lot, of spoils, opp. ἐξαιρεῖσθαι, Od.14.233, cf. Il. 9.367, etc.: generally, obtain as one's portion, ;λαχόντα τε ληΐδος αἶσαν 18.327
;πρὸς δαιμόνων ὄλβον Pi. N.9.45
;μέζονας μοίρας λ. Heraclit.25
;μοῖραν ἴσην, ὡς αὐτοί περ ἐλάγχανον Od.20.282
, cf. Hdt.7.144: with inf. added, ἔλαχον πολιὴν ἅλα ναιέμεν I had the sea for my portion to dwell in, Il.15.190, cf. Pi.O. 6.34, A.Eu. 931 (anap.); , cf. 282 (lyr.); of a deity as presiding over one's life,ἐμὲ μὲν Κὴρ.. λάχε γεινόμενόν περ Il.23.79
;τῶ σκληρῶ μάλα δαίμονος ὅς με λελόγχει Theoc. 4.40
;δαίμων ὁ τὴν ἡμετέραν μοῖραν εἰληχώς Lys.2.78
;ὦ δαῖμον, ὅς με.. εἴληχας Alciphr.3.49
: also, esp. in [tense] pf., to be the tutelary deity of a place, protect it. [Πὰν] πάντα λόφον.. λέλογχε h.Hom.19.6
;θεοῖσι οἳ Περσίδα γῆν λελόγχασι Hdt.7.53
;παῖ Ῥέας, ἃ πρυτανεῖα λέλογχας Pi. N.11.1
; of Athena,ἣ τὴν ὑμετέραν πόλιν ἔλαχε Pl.Ti. 23d
, cf. E.Or. 319 (lyr.), Ph. 1576 (lyr.): metaph.,ἀκέρδεια λέλογχεν θαμινὰ κακαγόρος Pi.O.1.53
: freq. of persons who have a post assigned to them by lot,κλήρῳ νῦν πεπάλασθε διαμπερές, ὅς κε λάχῃσι Il.7.171
, cf. 179, 23.354, 862: c. inf.,κλήρῳ λάχον ἐνθάδ' ἕπεσθαι 24.400
; soπάλῳ λαχεῖν A.Th.55
, Hdt.4.94, cf. 3.128; : abs., πρὸς Θύμβρης ἔλαχον Δύκιοι had their post assigned near Thymbra, Il.10.430; ἐπί, ἐν πύλαις λ., A.Th. 423, 451, etc.; λαχών alone, Hdt.3.128, etc.; λ. τινὰ διδάσκαλον have him assigned to one by lot, Antipho 6.11.2 at Athens, obtain an office by lot, ἀρχὰς λαχεῖν, opp. χειροτονηθῆναι (to be elected), D.57.25, cf.Ar.Av. 1111;οὐδεμίαν [ἀρχὴν] λαχὼν οὐδὲ χειροτονηθείς Aeschin.1.106
: more freq. c. inf., ὁ τῷ κυάμῳ λαχὼν πολεμαρχέειν he who had the lot to be polemarch, Hdt.6.109;ἔλαχον πρότεροι ἀποδιδόναι Th.5.21
, cf. 35;λαχὼν.. ἱερομνημονεῖν Ar.Nu. 623
; λαχόντος βουλεύειν when I became Member of Council by lot, D.21.111, cf. 59.3, Pl.Grg. 473e: c. gen., λαχεῖν τῶν ἐξιόντων to be chosen by lot as one of.., D.21.133; alsoοἱ ταμίαι οἱ λαχόντες IG12.91.21
; λαχεῖν βασιλεύς, ἐπιμελητής, ἱερεύς, etc., Lys.6.4, Din.2.10, D.57.47, etc.;ἐπίσκοπος τῷ κυάμῳ λαχών Ar.Av. 1022
; οἱ πεντακόσιοι <οἱ> λαχόντες τῷ κυάμῳ Lexap.And.1.96: abs., κληρούχους τοὺς λαχόντας those on whom the lot fell, Th.3.50, cf. Pl.Lg. 765c; (Athens, iii B. C.); rare exc. in Athens, λαχὼν ἱερεύς ib.762.12 (Dionysopolis, i B. C.), etc.3 as [dialect] Att. law-term, λαγχάνειν δίκην obtain leave to bring a suit (esp. a private suit), prob. because the presiding magistrates decided the order of hearing by lot; λ. δίκην τινί against one, Pl.Euthphr.5b, Lg. 938b, cf. Aeschin.2.99;ἔγκλημά τινι D.34.16
; τὸν εἰληχότα τοῦ κλήρου τὴν δίκην the person suing for the inheritance, Is.8.3: without τὴν δίκην, εἴληχε μὲν αὑτῷ τῆς θυγατρὸς τῆς Εὐκτήμονος ὡς οὔσης ἐπικλήρου he has claimed Euctemon's daughter.., Id.6.46, cf. D.48.20;λ. τινὶ τοῦ συμβολαίου Lys.17.3
;λ. φόνου ἐμαυτῷ D.21.120
; also λ. τῷ υἱεῖ τῆς ἐπικλήρου prosecute the claim on his son's behalf, And.1.121, cf. 124;λ. δίκην τινὶ εἰς τοὺς Ἀμφικτύονας χιλίων ταλάντων ὑπέρ τινος D. 59.98
, cf. Isoc.16.2: abs.,λ. πρὸς τὸν ἄρχοντα Is.11.33
: metaph.,τοῦ σώματος [τῇ ψυχῇ] δίκην λαχόντος Democr.159
:—[voice] Pass.,πρὸς οὓς αἱ δίκαι ἐλήχθησαν Lys.17.8
;πρὸ τοῦ τὴν δίκην ληχθῆναι D.54.28
: impers., τούτοις λαγχάνεται proceedings are taken, Id.23.76.II c. gen. partit., become possessed of a thing, ;ἔλαχον κτερέων Od.5.311
, cf. Thgn.934, Pi.I.8(7).69, Fr.75.6, B.1.56, 9.39, Lyr.Adesp.53, Emp.102, 115.5, Democr.21;εὖ πραπίδων λαχόντα A.Ag. 380
(lyr.);χρυσῆς.. τιμῆς λαχεῖν S.Ant. 699
; ; γένναςἀφθίτου λαχόντες Id.Fr. 278
;διπλοῦ βίου λαχόντες E.Supp. 1086
; πατρῴων οὐ λαχών not having obtained thy patrimony, Id.Tr. 1192;τῆς εὐπρεπεστάτης τελευτῆς Th.2.44
;δείπνου τε καὶ ὕπνου λαγχάνομεν X.Hier.6.9
; also ;γάμου μέρος λαχοῦσα Id.Ant. 918
;τύμβου κοινὸν εἰληχὼς μέρος Id.El. 1135
;τῆς γῆς τὸ πρὸς Νότον εἴληχε Παλλάς Id.Fr.24.8
.III abs., draw lots,κατάστασις ἡ διὰ τοῦ λαγχάνειν γιγνομένη Isoc.7.23
, cf. D.S. 4.63, etc.;περί τινος D.21
Arg.2<*><*> 3, 4, Ev.Jo.19.24.IV causal only in [dialect] Ep. redupl. [tense] aor. λέλᾰχον, put in possession of a thing, grant one the rights of..,ὄφρα πυρός με Τρῶες.. λελάχωσι θανόντα Il.7.80
, cf. 15.350, 23.76: later this [tense] aor. is used intr. in AP7.341 (Procl.).V intr., fall to one's lot or share, ἐς ἑκάστην [νῆα] ἐννέα λάγχανον αἶγες nine goats were allotted to each, Od.9.160;αἰὼν δυσαίων ἔλαχεν E. Hel. 214
(lyr.);ὅσοις.. τὸ σωφρονεῖν εἴληχεν Id.Hipp.80
;τὸ λαχὸν μέρος ἑκάστῳ τῷ θεῷ Pl.Lg. 745e
, cf. Epin. 992d;τὴν πρὸς Νότον λαχεῖν φασι Δευκαλίωνι Str.9.5.23
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαγχάνω
-
4 λαγχάνω
λαγχάνω (aor. ἔλᾰχον, ἔλᾰχες, (ἔ)λᾰχε, ἐλᾰχομεν, λᾰχετε, λᾰχον; λᾰχών, -όντ- (α), -όντες, -οῖσα, -οῖσαι: pf. λέλογχας, λέλογχε(ν).)a have alloted to one, win as one's own c. acc. υἱόν· ἃν Θέμις θυγάτηρ τέ οἱ σώτειρα λέλογχεν μεγαλόδοξος Εὐνομία schema pindaricum O. 9.15τίς δὴ ποταίνιον ἔλαχε στέφανον χείρεσσι ποσίν τε καὶ ἅρματι O. 10.61
ὅτι φρενῶν ἔλαχε καρπὸν ἀμώμητον (sc. Ῥαδάμανθυς) P. 2.74ἕτεροι λαχόντες Ἀίδαν βασιλέες ἱεροὶ P. 5.96
ὁ δὲ καλόν τι νέον λαχὼν P. 8.88
τῶν δ' ἐν Ἑλλάδι τερπνῶν λαχόντες οὐκ ὀλίγαν δόσιν P. 10.20
ποτίφορον δὲ κόσμον ἔλαχες γλυκύ τι γαρυέμεν (Bergk e Σ: ἔλαβες codd.) N. 3.31ἄνευ σέθεν οὐ φάος οὐ μέλαιναν δρακέντες εὐφρόναν τεὰν ἀδελφεὰν ἐλάχομεν ἀγλαόγυιον Ἥβαν N. 7.4
φυᾷ δἕκαστος διαφέρομεν βιοτὰν λαχόντες N. 7.54
ἴστω λαχὼν πρὸς δαιμόνων θαυμαστὸν ὄλβον N. 9.45
παῖ Ῥέας ἅ τε πρυτανεῖα λέλογχας, Ἑστία N. 11.1
οὐ γὰρ φύσιν ὠαριωνείαν ἔλαχεν I. 4.49
πλέον τι λαχών (sc. Ζεύς) fr. 35a. ἰσοδένδρου τέκμαρ αἰῶνος θεόφραστον λαχοῖσα (v. l. λαχοῦσαι: sc. dryad nymph.) fr. 165. Μοίσαισί τ' ἔδωκ ἀρόσαι, τρὶς μὲν ἐν πόντοιο πύλαισι λαχών, τρὶς δὲ καὶ σεμνοῖς δαπέδοις ἐν Ἀδραστείῳ νόμῳ (sc. στεφάνους) N. 10.27 c. dupl. acc., ( Ἡρακλέα)ἡσυχίαν καμάτων μεγάλων ποινὰν λαχόντ' ἐξαίρετον ὀλβίοις ἐν δώμασι N. 1.70
c. acc. & inf. expl.,λάχε τ' Ἀλφεὸν οἰκεῖν O. 6.34
λέλογχε δὲ μεμφομένοις ἐσλοὺς ὕδωρ καπνῷ φέρειν ἀντίον (sc. Χρομίος: v. Radt, Mnem., 1966, 154ff.) N. 1.24 met.,πλοῦτος ὁ λαχὼν ποιμένα ἐπακτὸν ἀλλότριον O. 10.88
Ἥρας τὰν Διὸς εὐναὶ λάχον πολυγαθέες P. 2.27
ἀκέρδεια λέλογχεν θαμινὰ κακαγόρους O. 1.53
b c. gen.Καφισίων ὑδάτων λαχοῖσαι Χάριτες O. 14.2
Δωρίων ἔλαχεν σελίνων I. 8.64
<οὐ πενθέων δ' ἔλαχον, οὐ στασίων> (supp. et add. e cod. Plutarchi et Σ Π Blass) Πα... ἰοδέτων λάχετε στεφάνων τᾶν τ' ἐαριδρόπων ἀοιδᾶν (sc. θεοί: λάχει v. l. in codd. Dion. Hal., unde λαχεῖν coni. Usener) fr. 75. 6.c frag. ] λάχον κ[ fr. 140a. 76 (50). -
5 οὐ
οὐ (1οὔ O. 7.48
:κοὐ P. 4.151
)1 negatives vb., sent.aοὐκ ἐδυνάσθη O. 1.56
ἀλλ' οὐ καλὰ δένδρἐ ἔθαλλεν χῶρος O. 3.23
οὔ μιν διώξω O. 3.45
οὐ ψεύδει τέγξω λόγον O. 4.17
ἀλλά μιν οὐκ εἴασεν O. 7.61
κατακρύπτει δ' οὐ κόνις συγγόνων κεδνὰν χάριν O. 8.79
θάνατον αἰπὺν οὐκ ἐξέφυγεν O. 10.42
Νέμεά τ' οὐκ ἀντιξοεῖ O. 13.34
σαφὲς οὐκ ἂν εἰδείην λέγειν O. 13.46
οὐ ψεύσομ O. 13.52
οὐ χρὴ O. 13.94
οὐ φθίνει P. 1.94
οὔ οἱ μετέχω θράσεος P. 2.83
οὐκ ἔμειν P. 3.16
οὐχ ἅπτεται P. 3.29
τὰ μὲν ὦν οὐ δύνανται P. 3.82
οὐκ ἐς μακρὸν ἔρχεται P. 3.105
τὸν μὲν οὐ γίνωσκον P. 4.86
“ οὐ πρέπει” P. 4.147οὐκ ἐόλει P. 4.233
οὐκ ἀπέριψεν P. 6.37
τὰ δ' οὐκ ἐπ ἀνδράσι κεῖται P. 8.76
τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; P. 8.95 “ οὐ κεχείμανται” P. 9.32οὐκ ἀποδαμεῖ P. 10.37
οὐ φαίνεται P. 12.29
οὐκ ἔραμαι N. 1.31
οὐκ ἐλεγχέεσσιν ἐμίανε N. 3.15
τῶν οὐκ ἄπεσσι N. 3.76
Γαδείρων τὸ πρὸς ζόφον οὐ περατόν N. 4.69
οὐ νέοντ N. 4.77
οὐκ ἀνδριαντοποιός εἰμ N. 5.1
οὐ σπανίζει N. 6.31
οὔ κεν ἔπαξε N. 7.25
οὐκ ἔχω εἰπεῖν N. 7.56
οὐκ ἀποβλάπτει N. 7.60
οὐ μέμψεται N. 7.64
χειρόνεσσι δ' οὐκ ἐρίζει N. 8.22
ὦ Μέγα, τὸ δ' αὖτις τεὰν ψυχὰν κομίξαι οὔ μοι δυνατόν N. 8.45
οὐκ ἔστι πρόσωθεν (Boehmer: οὐκέτι πόρσω, οὐκ ἔστι πρόσω codd.) N. 9.47οὐ θαῦμα σφίσιν ἐγγενὲς ἔμμεν N. 10.50
οὐ γνώμᾳ διπλόαν θέτο βουλάν N. 10.89
οὐχ ἕπεται N. 11.43
οὐ φράζεται I. 1.68
οὐκ ἐμέμφθη I. 2.20
οὐ κατελέγχει I. 3.14
οὐ φείσατο I. 6.33
γλῶσσα δ' οὐκ ἔξω φρενῶν I. 6.72
ἀλλ' οὔ σφιν ἄμβροτοι τέλεσαν εὐνὰν θεῶνπραπίδες I. 8.30
οὐ κατέφθινε I. 8.46
οὐ κατελέγχει I. 8.65
οὐ ψεῦδος ἐρίξω fr. 11.οὐκ ἤθελεν Pae. 4.28
οὐ τόλμα Pae. 6.94
οὔ κεν ἐς ἀπλακ[ Pae. 18.6
ο]κ ἐννέπει (supp. Snell) fr. 60. b. 15. οὐ λανθάνει fr. 75. 13. οὐ πέπαται fr. 105b. 2. ]κράνας ο[ὐ π]ρολείπει[ (supp. Lobel) Θρ.. 1. οὐκ ἔστιν fr. 134. οὐ φίλων ἐναντίον ἐλθεῖν (καὶ, καὶ οὐδὲ vv. ll.) fr. 229. οὐκ ἔλιπον fr. 236.b οὐκ ἀλλά (v. also ἀλλά).οὐ χθόνα ταράσσοντες ἀλλὰ O. 2.63
οὐκ ἄτερ παίδων σέθεν, ἀλλ' ἅμα πρώτοις O. 8.45
οὐχ ὑπέμεινεν ὄλβον ἀλλὰ P. 2.26
“ κοὔ με πονεῖ ἀλλὰ” P. 4.151ὃς οὐ ἀλλ P. 5.27
P. 5.76, I. 1.26, I. 4.49οὕνεκεν οὔ σε παιηόνων ἄδορπον εὐνάξομεν, ἀλλ' κατερεῖς Pae. 6.127
cοὐ γάρ. οὐ γὰρ ἦν πενταέθλιον, ἀλλ I. 1.26
οὐ γὰρ φύσιν ὠαριωνείαν ἔλαχεν, ἀλλ I. 4.49
οὐ γὰρ ἔσθ' ὅπως τὰ θεῶν βουλεύματ ἐρευνάσει fr. 61. 3. οὐ γὰρ εικ[ P. Oxy. 2442, fr. 68.d οὐ γε, qualifying subord. cl.πόρθησε τὸν μέγαν πολεμιστὰν ἔκπαγλον Ἀλκυονῆ, οὐ τετραορίας γε πρὶν δυώδεκα πέτρῳ ἕλεν N. 4.28
2 combined with other neg.οὐ χθόνα ταράσσοντες ἐν χερὸς ἀκμᾷ οὐδὲ πόντιον ὕδωρ O. 2.63
κλέπτει τέ μιν οὐ θεὸς οὐ βροτὸς P. 3.30
αἰὼν δ' ἀσφαλὴς οὐκ ἔγεντ οὔτ Αἰακίδᾳ παρὰ Πηλεῖ οὔτε παῤ ἀντιθέῳ Κάδμῳ P. 3.87
“ οὔ τι οὐδὲ μὰν” P. 4.87πόνων δ' οὔ τις ἀπόκλαρός ἐστιν οὔτ ἔσεται P. 5.54
οὔ μιν ἄλυξεν, οὐδὲ μὰν βασιλεὺς Γιγάντων P. 8.16
Οὐλυμπίᾳ τε Θεόγνητον οὐ κατελέγχεις, οὐδὲ Κλειτομάχοιο νίκαν Ἰσθμοῖ P. 8.37
ἄνευ σέθεν οὐ φάος, οὐ μέλαιναν δρακέντες εὐφρόναν τεὰν ἀδελφεὰν ἐλάχομεν N. 7.3
ἀλλ' οὔ νιν φλάσαν οὐδ ἀνέχασσαν N. 10.68
ἐν σχερῷ δ' οὔτ ὦν μέλαιναι καρπὸν ἔδωκαν ἄρουραι, δένδρεά τ οὐκ ἐθέλει ἄνθος εὐῶδες φέρειν N. 11.40
ἁ Μοῖσα γὰρ οὐ φιλοκερδής πω τότ' ἦν οὐδ ἐργάτις I. 2.6
οὐ γὰρ πάγος οὐδὲ προσάντης ἁ κέλευθος γίνεται I. 2.33
πόλις, ἅτις οὐ Πηλέος ἀίει κλέος ἥρωος οὐδ' ἅτις Αἴαντος Τελαμωνιάδα καὶ πατρός I. 6.25
τῶν μὲν ὑπὸ στάθμᾳ νέμονται οὐ θέμιν οὐδὲ δίκαν ξείνων ὑπερβαίνοντες I. 9.5
οὐ πενθέων δ' ἔλαχον, λτ;οὐγτ; στασίων (supp. et add. e Plutarcho et Σ pap. Blass) Πα... κεῖνον οὐ σὴς οὐδὲ κὶς δάπτει fr. 222. 2. τὸ πεπρωμένον οὐ πῦρ οὐ σιδάρεον σχήσει τεῖχος fr. 232. στῆναι μὲν οὐ θέμις οὐδὲ παύσασθαι φορᾶς ?fr. 358.3a c. part.κόρος οὐ δίκᾳ συναντόμενος O. 2.96
ἔργῳ τ' οὐ κατὰ εἶδος ἐλέγχων ἐξένεπε O. 8.19
ἀνορέας δ' οὐκ ἀμπλακὼν O. 8.67
βασιλεὺς οὐ φθονέων ἀγαθοῖς P. 3.71
οὐκ ἐρίζων P. 4.285
οὐκ ἀτιμάσαντα P. 9.80
οὐ λαθὼν χρυσόθρονον Ἥραν N. 1.37
καίπερ ἐφαμερίαν οὐκ εἰδότες οὐδὲ μετὰ νύκτας ἄμμε πότμος ἅντιν' ἔγραψε δραμεῖν ποτὶ στάθμαν N. 6.6
ἐπεί τοι οὐκ ἐλινύσοντας αὐτοὺς ἐργασάμαν I. 2.46
οὐκ ἐθελο[ Πα. 7B. 43. οὐκ ἰδυῖα fr. 182.καὶ τοὶ γὰρ αἰθοίσας ἔχοντες σπέρμ' ἀνέβαν φλογὸς οὔ O. 7.48
b c. adj.ὁ μέγας δὲ κίνδυνος ἄναλκιν οὐ φῶτα λαμβάνει O. 1.81
χόλον οὐ φατὸν O. 6.37
οὐχ ἕτερον λιθίνα ψᾶφος ἔχει λόγον O. 7.86
οὐ σκαιότερον χρῆμ' ἕκαστον O. 9.104
μία δ' οὐχ ἅπαντας ἄμμε θρέψει μελέτα O. 9.106
χάρμα δ' οὐκ ἀλλότριον νικαφορία πατέρος P. 1.59
χόλος δ' οὐκ ἀλίθιος γίνεται παίδων Διός P.3.11.οὐκ ἀποδάμου Ἀπόλλωνος τυχόντος P. 4.5
“ οὐ ξείναν γαῖαν ἄλλων” P. 4.118 “σέ, τὸν οὐ θεμιτὸν ψεύδει θιγεῖν” P. 9.42λαχόντες οὐκ ὀλίγαν δόσιν P. 10.20
ἴσχει τε γὰρ ὄλβος οὐ μείονα φθόνον P. 11.29
τὸ δὲ μόρσιμον οὐ παρφυκτόν P. 12.30
θαμὰ δ' ἀλλοδαπῶν οὐκ ἀπείρατοι δόμοι ἐντί N. 1.23
οὐκ ἀέκοντες ἄνθεσι μείγνυον N. 4.21
πέφανται οὐκ ἄμμορος ἀμφὶ πάλᾳ κυναγέτας N. 6.14
ἀναπνέομεν δ' οὐχ ἅπαντες ἐπὶ ἴσα N. 7.5
οὐ ψεῦδις ὁ μάρτυς ἔργμασιν ἐπιστατεῖ N. 7.49
οὐ τραχύς εἰμι N. 7.76
οὐ δυνατὸν ἐξελέγχειν N. 10.45
ἁνία τἀλλοτρίαις οὐ χερσὶ νωμάσαντ I. 1.15
οὐκ ἄγνωτ' ἀείδω I. 2.12
οὐκ ἀγνῶτες I. 2.30
ἄγει τ' ἀρετὰν οὐκ αἴσχιον φυᾶς I. 7.22
ἔτλαν δὲ πένθος οὐ φατόν I. 7.37
ἥβαν γὰρ οὐκ ἄπειρον I. 8.70
ο]ὐκ αἰσχρὸν πάθοις[ Πα. 13. b. 6. ]τον οὐ ῥητ[ὸ]ν[ Πα. 17. a. 4. ἐχθρὰν ἔριν οὐ παλίγγλωσσον, ἀλλὰ Παρθ. 2.. λτ;οὐγτ; πολλὸς ἐν καιρῷ χρόνος” (οὐ add. Coraes: παῦρος pro πολλὸς coni. Schr.) fr. 168. 6. στρατὸς οὐκ ἀέκ[ων (supp. Lobel) fr. 169. 52. οὐκ ἄναλκις, ὡς τόσον ἀγῶνα δῦναι ?fr. 342.4 c. subs.πολλῶν ἐπέβαν καιρὸν οὐ ψεύδει βαλών N. 1.18
θεράπων δέ οἱ, οὐ δράστας ὀπαδεῖ P. 4.287
ἐν ἔργμασιν δὲ νικᾷ τύχα, οὐ σθένος fr. 38.5 c. adv.aὄπιθεν οὐ πολλὸν O. 10.36
οὐχ ὁμῶς I. 3.6
bοὔ ποτε. ὁ χάλκεος οὐρανὸς οὔ ποτ' ἀμβατὸς αὐτῷ P. 10.27
οὔ ποτ' ἀτρεκεῖ κατέβα ποδί N. 3.41
τὸ δ' ἐμὸν οὔ ποτε φάσει κέαρ N. 7.102
6 c. prep., in meiosis.οὐκ ἄτερ παίδων σέθεν, ἀλλ O. 8.45
ἇς οὐκ ἄτερ P. 2.7
οὐκ ἄτερ τέχνας P. 2.32
“ οὐ κατ' αἶσαν” P. 4.107οὐ θεῶν ἄτερ, ἀλλὰ P. 5.76
οὐ Χαρίτων ἑκάς P. 8.21
αἰσιᾶν οὐ κατ' ὀρνίχων ὁδόν N. 9.19
οὐκ ἄτερ Αἰακιδᾶν I. 5.20
οὐ πὰρ σκοπόν fr. 6a. g.7 c. inf.χρὴ δὲ πρὸς θεὸν οὐκ ἐρίζειν P. 2.88
8a οὔπω, v. πω.bοὔτοι, οὔ τοι. οὔτοι χαμαιπετέων λόγων ἐφάψεαι O. 9.12
οὔ τοι ἅπασα κερδίων φαίνοισα πρόσωπον ἀλάθεἰ ἀτρεκές N. 5.16
οὔτοι τετύφλωται μακρὸς μόχθος ἀνδρῶν, οὐδ' ὁπόσαι δαπάναι ἐλπίδων ἔκνιξ ὄπιν† I. 5.58 οὔτοι με ξένον οὐδ' ἀδαήμονα Μοισᾶν ἐπαίδευσαν κλυταὶ Θῆβαι fr. 198a.c οὔ τις, (cf. οὔτις)πεῖρας οὔ τι θανάτου O. 2.31
, cf. O. 12.7πόνων δ' οὔ τις ἀπόκλαρός ἐστιν οὔτ ἔσσεται P. 5.54
ἕτερον οὔ τινα οἶκονἀπεφάνατο πυγμαχία λτ;πλεόνωνγτ; ταμίαν στεφάνων N. 6.25
cf. τί δ' οὔ τις; P. 8.95d οὔ τί που. οὔ τί που οὗτος Ἀπόλλων, οὐδὲ μὰν” P. 4.879 frag. οὐκ ἂν παρ[ Θρ. 2. 3. -
6 πένθος
πένθος (-ος, -εος, -ος; -έων.)1 sorrowπένθος δὲ πίτνει βαρὺ κρεσσόνων πρὸς ἀγαθῶν O. 2.24
“πάτερ Κρονίων, τίς δὴ λύσις ἔσσεται πενθέων;” N. 10.77ἔτλαν δὲ πένθος οὐ φατόν I. 7.37
ἐκ μεγάλων δὲ πενθέων λυθέντες I. 8.6
οὐ πενθέων δ' ἔλαχον λτ;οὐγτ; στασίων (verba e Plutarcho supp., emend. Blass, G—H.) Πα... οἷσι δὲ Φερσεφόνα ποινὰν παλαιοῦ πένθεος δέξεται (v. H. J. Rose, Greek Poetry & Life, Oxford, 1936, 79ff.) fr. 133. 1. -
7 στάσις
στᾰσις (-ις, -ιν; -ίων.)1 civil strifeεἰ μὴ στάσις ἀντιάνειρα Κνωσίας σ' ἄμερσε πάτρας O. 12.16
φεῦγε γὰρ Ἀμφιαρῆ ποτε θρασυμήδεα καὶ δεινὰν στάσιν πατρίων οἴκων ἀπό τ' Ἄργεος (sc. Ἄδραστος) N. 9.13 “οὐ πενθέων δ' ἔλαχον λτ;οὐγτ; στασίων” (supp. e Plutarcho et Σ papyri Blass) Πα... στάσιν οὐλομέναν (sc. φέρεις;) Πα.. 1. λτ;οὔτ' ἐχθρὰ στάσις> (dubitanter supp. Snell e Σ pap.) Πα. 1. 3. ]ιτο μὲν στάσις Δ. 3. 3. στάσιν ἀπὸ πραπίδος ἐπίκοτον ἀνελών, πενίας δότειραν, ἐχθρὰν κουροτρόφον fr. 109. 3. [ ἄγαν φιλοτιμίαν μνώμενοι ἐν πόλεσιν ἄνδρες ἢ στάσιν ἄλγος ἐμφανές ( ἱστᾶσιν v. l.) fr. 210.] -
8 κτέρεα
κτέρ-εα, τά (no sg. in use),A funeral gifts, burnt with the dead, Mosch.4.33, Hsch.: generally, funeral honours,ἐπὶ κτέρεα κτερεΐξαι Od.1.291
, cf. 2.222, Il.24.38, etc.;ἔλαχον κτερέων Od.5.311
;τῶν ὁσίων ἀντίασεν κτερέων Epigr.Gr.514
(Maced.).2 later, wrappers for the dead, shroud,ἐνὶ κτερέεσσιν ἐλυσθείς A.R.1.254
. -
9 πάλλω
A ; [dialect] Ep. πάλλον always in Hom. (v. infr.): [tense] aor. 1 ; [dialect] Ep.πῆλα Il.6.474
: [dialect] Ep. [tense] aor. 2 part.πεπᾰλών Hom.
only in compd. ἀμπεπαλών:—[voice] Med., [tense] aor. 1πήλασθαι Call.Jov.64
: πεπάλασθε, πεπαλάσθαι (v. παλάσσω ) have been attributed to πάλλω; πεπάλεσθε, πεπαλέσθαι are conjectured as more prob. forms:—[voice] Pass., [tense] pf. (lyr.): [tense] aor. 2 ἐπάλην ([etym.] ἀν-) Str.8.6.21: [dialect] Ep. [tense] aor.πάλτο Il.15.645
(in 13.643, 21.140, ἐπᾶλτο is from ἐφάλλομαι):—poise, sway a missile before it is thrown,τὸ μὲν [ἔγχος] οὐ δύνατ' ἄλλος Ἀχαιῶν πάλλειν, ἀλλά μιν οἶος ἐπίστατο πῆλαι Ἀχιλλεύς Il.16.142
; [αἰχμήν], ἣν.. πάλλεν δεξιτερῇ 22.320
;δοῦρε δύω.. πάλλων 3.19
;χερμάδιον.. ὃ οὐ δύο γ' ἄνδρε φέροιεν.., ὁ δέ μιν ῥέα πάλλε καὶ οἶος 5.304
; ἄκοντα, λόγχην π., Pi.N.3.45, E.IT 824; .2 generally, sway, brandish, [ σάκος] Hes.Sc. 321; ἰτύν, πέλτας, E. Ion 210 (lyr.), Ba. 783; toss a child, πῆλε χερσίν, of Hector and Astyanax, Il.6.474, cf. E.Hec. 1158; Νὺξ ὄχημ' ἔπαλλεν she drove it furiously, Id. Ion 1151.3 κλήρους ἐν κυνέῃ χαλκήρεϊ πάλλον shook the lots together in a helmet, Il.3.316, cf. Od.10.206; πάλλεν shook the lots, Il.3.324, 7.181; but στάντες δ' ὅθ' αὐτοὺς οἱ.. βραβῆς κλήροις ἔπηλαν καὶ κατέστησαν δίφρους ranged them by casting lots, S.El. 710:—[voice] Med., draw lots, ἔλαχον πολιὴν ἅλα παλλομένων I obtained the white sea when we cast lots, Il.15.191; , cf. Hdt.3.128:—[voice] Pass.,κλῆρος οὐκ ἐπάλλετο S.Ant. 396
.II [voice] Pass., swing, dash oneself, ἐν ἄντυγι πάλτο tripped on the shield-rim, Il.15.645; quiver, leap, esp. in fear, ;πέπαλταί μοι φίλον κέαρ A. Ch. 410
; of the person,παλλομένη κραδίην Il. 22.461
; δείματι παλλόμεναι, -οι, h.Cer. 293, Orac. ap. Hdt.7.140, etc.;γόνυ πάλλεται γερόντων Ar.Ra. 345
; of dying fish, quiver, leap, Hdt. 1.141, cf. 9.120; καὶ πέραν πόντοιο πάλλοντ' αἰετοί fly quivering even beyond the sea, Pi.N.5.21; vibrate, of strings, Pl.Phd. 94c ( ψάλλοιτο ap. Stob.); σκιρτητικὸν καὶ παλλόμενον τὸ νέον (etym. of Παλλάς) Corn.ND20, cf. Pl.Cra. 407a.III intr., leap, bound, E.El. 435, Ar.Lys. 1304 (lyr.); quiver, quake,φρένα δείματι πάλλων S.OT 153
(lyr.); dash along, of horses, E.El. 477 (lyr.). -
10 λαγχάνω
λαγχάνω, aor. ἔλαχον, λάχεν, redupl. subj. λελάχητε, perf. λέλογχεν: obtain by lot or by destiny, obtain, receive; abs., Il. 7.171; reversing the usual relation, Κὴρ λάχε γεινόμενον, ‘won me to her power at my birth,’ Il. 23.79; w. part. gen., Il. 24.76, Od. 5.311; causative, ‘put in possession of,’ ‘honor with,’ θανόντα πυρός, only with redupl. aor., *h 80, etc.; intrans., ‘fall by lot,’ Od. 9.160.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > λαγχάνω
-
11 λαγχάνω
λαγχάνω 2 aor. ἔλαχον, subj. λάχω, ptc. λαχών; pf. 3 sg. εἴληχεν (Ath., R. 13 p. 63, 27; LMelazzo, Glotta 71, ’93, 30–33), ptc. λελογχώς 3 Macc 6:1 (Hom.+) for its constr. s. B-D-F §171, 2; Rob. 509. Pass. of κληρόω.① to obtain someth. as a portion, receive, obtain (by lot, or by divine will; Hom.+; IPriene 205, 2; PTebt II, 382, 5; 383, 14) τὶ someth. ἔλαχεν τὸν κλῆρον τῆς διακονίας ταύτης Ac 1:17. πίστιν 2 Pt 1:1.② to be selected through casting of lots, be appointed/ chosen by lot (Hom. et al.; Pla., Pol. 290e ὁ λαχὼν βασιλεύς; SIG 486, 9; 762, 12 λαχὼν ἱερεύς. Oft. used sim. in ins; Jos., Bell. 3, 390. In the broader sense ‘befall’: ApcMos 15 τὸ λαχὸν αὐτοῦ μέρος ἀπὸ τοῦ θεοῦ.) ἔλαχεν τοῦ θυμιᾶσαι he was chosen by lot to burn incense Lk 1:9 (on the constr. s. B-D-F §400, 3; Rob. 1060; 1 Km 14:47 v.l. Σαοὺλ ἔλαχεν τοῦ βασιλεύειν).③ to allot a portion or make an assignment by casting lots, cast lots (Isocr. 7, 23; Diod S 4, 63, 3b) περί τινος for someth. (Ps.-Demosth. 21 Hyp. 2 §3.—B-D-F §229, 2; s. Rob. 509) J 19:24. λάχετέ μοι ὧδε, τίς νήσει τὸν χρυσόν cast lots, now, for the one who will weave the gold (for the temple curtain) GJs 10:2, w. some mss. adding καὶ ἔλαχεν τὴν Μαρίαν ἡ ἀληθινὴ πορφύρα and to Mary fell the lot of (weaving) real purple (i.e. high-quality fabric colored with the dye of shellfish rather than cheap imitations made w. vegetable or other dyes).—DELG. M-M. TW. Spicq. Sv.
См. также в других словарях:
ἔλαχον — ἔλαχος masc/fem acc sg ἔλαχος neut nom/voc/acc sg λαγχάνω obtain by lot aor ind act 3rd pl λαγχάνω obtain by lot aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαγχάνω — και λαχαίνω (AM λαγχάνω, Μ και λαχάνω) περιέρχομαι σε κάποιον με κλήρο, πέφτω στον κλήρο (α. «πάλι τού λαχε ο πρώτος αριθμός» β. «τὴν πρὸς Νότον λαχεῑν φασι Δευκαλίωνι», Στράβ.) νεοελλ. παροιμ. «εμείς οι Βλάχοι όπως λάχει» λέγεται για τους… … Dictionary of Greek
TUTELA — I. TUTELA Dei vel deae signum, prorae navis impositum, unde navi nomen. Solebant namque Veteres Tutelae nomine naves appellare, ut observa vit in ad Petronium Animadv. Iohannes a Wouweren, ex Servio ad l. 10. Aen. Solent naves nomina accipere, a… … Hofmann J. Lexicon universale
δαγκώνω — και δαγκάνω και δαγκάω και δακώνω (Μ δαγκώνω και δαγκάνω και δακάνω) σφίγγω ή κόβω κάτι με τα δόντια μου νεοελλ. 1. έχω τη συνήθεια ή την ιδιότητα να δαγκώνω («πρόσεχε! το σκυλί δαγκώνει») 2. είμαι εκδικητικός 3. (για έντομα) τσιμπώ, κεντρίζω 4.… … Dictionary of Greek
επιτυχαίνω — και επιτυγχάνω και πιτυχαίνω και πετυχαίνω (AM ἐπιτυγχάνω, Μ και (έ)πιτυχαίνω και πετυχαίνω) 1. βρίσκω τον στόχο, σημαδεύω καλά (α. «ῥᾴδιον μὲν τὸ ἀποτυχεῑν τοῡ σκοποῡ, χαλεπὸν δὲ τὸ ἐπιτυχεῑν», Αριστοτ. β. «τόν πυροβόλησε και τόν πέτυχε στην… … Dictionary of Greek