Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

πάλτο

См. также в других словарях:

  • παλτό — το (λ. ιταλ.), πανωφόρι· ρ. παλτώνω προμηθεύω, δωρίζω σε κάποιον παλτό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παλτό — το επενδύτης, πανωφόρι από χονδρό ύφασμα ή δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. palto < γαλλ. paletot < αρχ. αγγλ. paltok] …   Dictionary of Greek

  • πάλτο — πάλλω poise aor ind pass 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ριάντ — Πόλη, πρωτεύουσα της Σαουδικής Αραβίας και της επαρχίας Νετζντ. Λέγεται και Ριγιάντ. Βρίσκεται στην καρδιά της αραβικής πεδιάδας, σε υψόμετρο 585 μ. μέσα σε μια εύφορη όαση της περιοχής της Αλ Αρίδ στα όρη Τοουαΐκ, 770 χλμ. ΒΑ της Μέκκας.… …   Dictionary of Greek

  • Σαουδική Αραβία — Κράτος στη Μέση Ανατολή. Βρέχεται στα Α και Δ από τον Περσικό Κόλπο και την Ερυθρά Θάλασσα αντίστοιχα και στα Ν από την Αραβική Θάλασσα.H εδαφική επικράτεια της Σαουδικής Aραβίας, που παλιά προσδιοριζόταν πολύ άοριστα ως Zαζιράτ αλ Aράμπ, δηλαδή… …   Dictionary of Greek

  • άλλομαι — ἅλλομαι (Α) 1. (για έμψυχα και άψυχα) αναπηδώ, σκιρτώ, τινάζομαι 2. υπερβαίνω, υπερπηδώ 3. (για ήχο) ξεπηδώ, αντηχώ 4. (για μέλη τού ανθρώπινου σώματος) πάλλομαι, τρέμω 5. φρ. «ἅλλομαι ἐπί τινι», εφορμώ, επιτίθεμαι εναντίον κάποιου 6. στη… …   Dictionary of Greek

  • ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… …   Dictionary of Greek

  • καμηλό — και καμελό, το (ακλ.) 1. είδος χοντρού μάλλινου υφάσματος που κατασκευάστηκε στην αρχή από τρίχες καμήλας, αργότερα όμως και από μαλλί προβάτου ή κατσίκας 2. ρούχο, ιδίως παλτό, κατασκευασμένο από ύφασμα καμηλό 3. ονομασία που προήλθε από το… …   Dictionary of Greek

  • κοντογούνι — το κοντό γούνινο ή από μηλωτή παλτό που φτάνει ώς τη μέση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * + γούν α + κατάλ. ι] …   Dictionary of Greek

  • κουσούρι — το 1. ελάττωμα ή μειονέκτημα (α. «είναι κουτσός και νομίζει ότι όλοι μιλάνε για το κουσούρι του» β. «το παλτό σου έχει κάποιο κουσούρι») 2. κακή συνήθεια («έχει το κουσούρι να τρώει τα νύχια του»). [ΕΤΥΜΟΛ. < αραβ. kusur] …   Dictionary of Greek

  • μέσα — Οικισμός (20 κάτ.) της Λέσβου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αγίας Παρασκευής του νομού Λέσβου. * * * (I) μέσα και μεσά, τὸ (Μ) το τραπέζι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. mensa «τραπέζι»]. (II) η (γεωμορφ.) όρος που περιγράφει κάθε χερσαία τράπεζα με επίπεδη …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»