-
1 πάλτο
-
2 πάλτο
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > πάλτο
-
3 πάλτο
πάλλωpoise: aor ind pass 3rd sg (epic) -
4 παλτό
1) coat2) overcoatΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > παλτό
-
5 παλλω
παλλω, - ομαιGrammatical information: v.Meaning: `to sway, to rock, to shake lots, to draw lots', midd. `to swing oneself', also `to jump, to hop'.Other forms: Aor. πῆλαι (Il.), midd. πήλασθαι (Call.), πάλτο ( ἀν-, κατ-έπαλτο s. bel.), redupl. ἀμ-πεπαλών (Hom.; also πεπάλ-εσθε, - έσθαι for - ασθε, - άσθαι resp. - αχθε, - άχθαι? s.bel.), aor. pass. ἀνα-παλείς (Str.), perf. midd. πέπαλμαι (A.).Compounds: Also w. prefix, late ἀνα- ( ἀμ-). -- As 2. member in ἐγχέσ-, σακέσ-παλος `swaying the spear, shield' (ep. Il.; Trümpy Fachausdrücke 28).Derivatives: 1. πάλος m. `(shaken) lot' (Sapph., Hdt., trag.), ἄμπαλ-ος m. `fresh casting' (of the lot, Pi.); ἀναπάλ-η f. name of a dance (Ath.); 2. παλτόν n. `javelin' (A., X.) with ἐπάλταξα παλτῳ̃ ἔβαλον H., - ός adj. (S.); 3. παλμός m. `vibration, pulsation' (Hp., Arist., Epicur.) with - ώδης `full of vibrations' (Hp.); παλματίας σεισμός `heavy earthquake' (Arist.; cf. βρασματίας s. βράσσω); 4. πάλσις ( ἀνά-, ἀπό- παλλω) f. `pulsation etc.' (Arist., Epicur.). -- Intensive παι-πάλλειν σείειν H. On a velar enlargement seem to go back *παλ-άσσομαι, πεπάλ-αχθε, - άχθαι (H 171, ι 331); for these difficult perfects perh. redupl. aor. - εσθε, - έσθαι must be posited (Chantraine Gramm. hom. 1, 396 with Döderlein; diff. Bechtel Lex. 266).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: As common basis of all forms served παλ- (*πάλ-ι̯ω, *πάλ-σαι); through false analysis of the compounds κατ-επ-αλτο, ἀν-επ-αλτο (to ἅλλομαι `jump, hop') in κατ-, ἀν-έπαλτο one had an apparently augmented ἔ-παλτο, from where πάλτο and backformed πάλλομαι = ἅλλομαι arose (Geiss Münch. Stud. 11, 62ff. with Leumann Hom. Wörter 60 ff., with lit. a. further details). -- No cognates outside Greek. The connection with Lat. pellō, pe-pul-ī `set in movement with a push' (Curtius 268 with Fick, Ernout-Meillet) seems possible in spite of Solmsen Wortforsch. 18 f., Bq and WP. 2, 57; cf. παλμός = pulsus; further s. πελάζω (not ἀπελλαι)}. Here also Slav., e.g. Russ. polóch `revolt, commotion, confusion' (Solmsen PBBeitr. 27, 364, WP. 2, 52; further lit. in Vasmer s.v.)? Not with Fraenkel Mél. Bq 1, 358 and Pok. 801 to pel- `flow, swim' (cf. πολύς, πλέω, πίμπλημι); diff., also to be rejected, Palmer Glotta 27, 134ff., Richardson Trans. Phil. Soc. 1936, 101 ff. -- Hardly here πελεμίζω, πόλεμος, s. vv. - The analysis given is of course quite uncertain.Page in Frisk: 2,469Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > παλλω
-
6 πάλλω
A ; [dialect] Ep. πάλλον always in Hom. (v. infr.): [tense] aor. 1 ; [dialect] Ep.πῆλα Il.6.474
: [dialect] Ep. [tense] aor. 2 part.πεπᾰλών Hom.
only in compd. ἀμπεπαλών:—[voice] Med., [tense] aor. 1πήλασθαι Call.Jov.64
: πεπάλασθε, πεπαλάσθαι (v. παλάσσω ) have been attributed to πάλλω; πεπάλεσθε, πεπαλέσθαι are conjectured as more prob. forms:—[voice] Pass., [tense] pf. (lyr.): [tense] aor. 2 ἐπάλην ([etym.] ἀν-) Str.8.6.21: [dialect] Ep. [tense] aor.πάλτο Il.15.645
(in 13.643, 21.140, ἐπᾶλτο is from ἐφάλλομαι):—poise, sway a missile before it is thrown,τὸ μὲν [ἔγχος] οὐ δύνατ' ἄλλος Ἀχαιῶν πάλλειν, ἀλλά μιν οἶος ἐπίστατο πῆλαι Ἀχιλλεύς Il.16.142
; [αἰχμήν], ἣν.. πάλλεν δεξιτερῇ 22.320
;δοῦρε δύω.. πάλλων 3.19
;χερμάδιον.. ὃ οὐ δύο γ' ἄνδρε φέροιεν.., ὁ δέ μιν ῥέα πάλλε καὶ οἶος 5.304
; ἄκοντα, λόγχην π., Pi.N.3.45, E.IT 824; .2 generally, sway, brandish, [ σάκος] Hes.Sc. 321; ἰτύν, πέλτας, E. Ion 210 (lyr.), Ba. 783; toss a child, πῆλε χερσίν, of Hector and Astyanax, Il.6.474, cf. E.Hec. 1158; Νὺξ ὄχημ' ἔπαλλεν she drove it furiously, Id. Ion 1151.3 κλήρους ἐν κυνέῃ χαλκήρεϊ πάλλον shook the lots together in a helmet, Il.3.316, cf. Od.10.206; πάλλεν shook the lots, Il.3.324, 7.181; but στάντες δ' ὅθ' αὐτοὺς οἱ.. βραβῆς κλήροις ἔπηλαν καὶ κατέστησαν δίφρους ranged them by casting lots, S.El. 710:—[voice] Med., draw lots, ἔλαχον πολιὴν ἅλα παλλομένων I obtained the white sea when we cast lots, Il.15.191; , cf. Hdt.3.128:—[voice] Pass.,κλῆρος οὐκ ἐπάλλετο S.Ant. 396
.II [voice] Pass., swing, dash oneself, ἐν ἄντυγι πάλτο tripped on the shield-rim, Il.15.645; quiver, leap, esp. in fear, ;πέπαλταί μοι φίλον κέαρ A. Ch. 410
; of the person,παλλομένη κραδίην Il. 22.461
; δείματι παλλόμεναι, -οι, h.Cer. 293, Orac. ap. Hdt.7.140, etc.;γόνυ πάλλεται γερόντων Ar.Ra. 345
; of dying fish, quiver, leap, Hdt. 1.141, cf. 9.120; καὶ πέραν πόντοιο πάλλοντ' αἰετοί fly quivering even beyond the sea, Pi.N.5.21; vibrate, of strings, Pl.Phd. 94c ( ψάλλοιτο ap. Stob.); σκιρτητικὸν καὶ παλλόμενον τὸ νέον (etym. of Παλλάς) Corn.ND20, cf. Pl.Cra. 407a.III intr., leap, bound, E.El. 435, Ar.Lys. 1304 (lyr.); quiver, quake,φρένα δείματι πάλλων S.OT 153
(lyr.); dash along, of horses, E.El. 477 (lyr.). -
7 πάλλω
πάλλω, aor. 1 πῆλε, inf. πῆλαι, mid. aor. 2 πάλτο, pass. pres. πάλλεται, part. παλλόμενος: act. brandish, swing, shake lots ( κλήρους), Il. 3.316, 324, and without κλήρους, Η 1, Il. 23.353; mid., brandish or hurl for oneself, cast lot for oneself (or, of several, among one another), Il. 15.191, Il. 24.400 ; ἐν ἀσπίδος ἄντυγι πάλτο, ‘struck,’ ‘stumbled’ against the rim, Il. 15.645; fig., of the heart, ‘throb,’ ‘palpitate,’ Il. 22.452, 461.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > πάλλω
См. также в других словарях:
παλτό — το (λ. ιταλ.), πανωφόρι· ρ. παλτώνω προμηθεύω, δωρίζω σε κάποιον παλτό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παλτό — το επενδύτης, πανωφόρι από χονδρό ύφασμα ή δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. palto < γαλλ. paletot < αρχ. αγγλ. paltok] … Dictionary of Greek
πάλτο — πάλλω poise aor ind pass 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ριάντ — Πόλη, πρωτεύουσα της Σαουδικής Αραβίας και της επαρχίας Νετζντ. Λέγεται και Ριγιάντ. Βρίσκεται στην καρδιά της αραβικής πεδιάδας, σε υψόμετρο 585 μ. μέσα σε μια εύφορη όαση της περιοχής της Αλ Αρίδ στα όρη Τοουαΐκ, 770 χλμ. ΒΑ της Μέκκας.… … Dictionary of Greek
Σαουδική Αραβία — Κράτος στη Μέση Ανατολή. Βρέχεται στα Α και Δ από τον Περσικό Κόλπο και την Ερυθρά Θάλασσα αντίστοιχα και στα Ν από την Αραβική Θάλασσα.H εδαφική επικράτεια της Σαουδικής Aραβίας, που παλιά προσδιοριζόταν πολύ άοριστα ως Zαζιράτ αλ Aράμπ, δηλαδή… … Dictionary of Greek
άλλομαι — ἅλλομαι (Α) 1. (για έμψυχα και άψυχα) αναπηδώ, σκιρτώ, τινάζομαι 2. υπερβαίνω, υπερπηδώ 3. (για ήχο) ξεπηδώ, αντηχώ 4. (για μέλη τού ανθρώπινου σώματος) πάλλομαι, τρέμω 5. φρ. «ἅλλομαι ἐπί τινι», εφορμώ, επιτίθεμαι εναντίον κάποιου 6. στη… … Dictionary of Greek
ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… … Dictionary of Greek
καμηλό — και καμελό, το (ακλ.) 1. είδος χοντρού μάλλινου υφάσματος που κατασκευάστηκε στην αρχή από τρίχες καμήλας, αργότερα όμως και από μαλλί προβάτου ή κατσίκας 2. ρούχο, ιδίως παλτό, κατασκευασμένο από ύφασμα καμηλό 3. ονομασία που προήλθε από το… … Dictionary of Greek
κοντογούνι — το κοντό γούνινο ή από μηλωτή παλτό που φτάνει ώς τη μέση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * + γούν α + κατάλ. ι] … Dictionary of Greek
κουσούρι — το 1. ελάττωμα ή μειονέκτημα (α. «είναι κουτσός και νομίζει ότι όλοι μιλάνε για το κουσούρι του» β. «το παλτό σου έχει κάποιο κουσούρι») 2. κακή συνήθεια («έχει το κουσούρι να τρώει τα νύχια του»). [ΕΤΥΜΟΛ. < αραβ. kusur] … Dictionary of Greek
μέσα — Οικισμός (20 κάτ.) της Λέσβου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αγίας Παρασκευής του νομού Λέσβου. * * * (I) μέσα και μεσά, τὸ (Μ) το τραπέζι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. mensa «τραπέζι»]. (II) η (γεωμορφ.) όρος που περιγράφει κάθε χερσαία τράπεζα με επίπεδη … Dictionary of Greek