Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἔκβασις

См. также в других словарях:

  • ἔκβασις — way out of fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκβάσει — ἔκβασις way out of fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἐκβάσεϊ , ἔκβασις way out of fem dat sg (epic) ἔκβασις way out of fem dat sg (attic ionic) ἐκβάζω speak out aor subj act 3rd sg (epic) ἐκβάζω speak out fut ind mid 2nd sg ἐκβάζω speak out fut… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκβάσεις — ἔκβασις way out of fem nom/voc pl (attic epic) ἔκβασις way out of fem nom/acc pl (attic) ἐκβάζω speak out aor subj act 2nd sg (epic) ἐκβάζω speak out fut ind act 2nd sg ἐκβάζω speak out aor subj act 2nd sg (epic) ἐκβάζω speak out fut ind act 2nd… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκβάσεσι — ἔκβασις way out of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκβάσεσιν — ἔκβασις way out of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκβάσης — ἔκβασις way out of fem nom/voc pl (doric aeolic) ἐκβά̱σης , ἐκβαίνω step out of aor part act fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔκβασιν — ἔκβασις way out of fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • избытие — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  =  сущ. (греч. ἔκβασις) облегчение.   … …   Словарь церковнославянского языка

  • исхождение — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  =  сущ. (греч. κατάβασις) обратный путь, бегство;… …   Словарь церковнославянского языка

  • έκβαση — η (AM ἔκβασις) 1. το αποτέλεσμα, η κατάληξη, το τέλος, («ἡ ἔκβαση τῶν ἐκλογῶν») 2. εκπλήρωση, πραγματοποίηση αρχ. 1. τόπος για έξοδο, για απόβαση 2. έξοδος, στενό πέρασμα 3. απόβαση, αποβίβαση 4. διαφυγή, απαλλαγή 5. εισόδημα, έσοδο 6. εκτροπή,… …   Dictionary of Greek

  • βάση — η (AM βάσις) 1. το σημείο ή το μέρος όπου πατάει ή στηρίζεται κάποιος ή κάτι, υπόβαθρο, θεμέλιο («η βάση της σκάλας», «βάσις του κίονος») 2. ανατ. το σημείο στήριξης ή το πλατύτερο μέρος ορισμένων μερών του σώματος («η βάση της κεφαλής») 3. (γεωμ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»