Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

εὐπρόσοιστος

См. также в других словарях:

  • ευπρόσοιστος — εὐπρόσοιστος, ον (Α) αυτός τον οποίο εύκολα πλησιάζει κάποιος, εύκολος («ευπρόσοδος ἔκβασις» εύκολη έκβαση, δυνατή λύση, Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + προσ οιστος (< προσ οίσω, μέλλ. τού προσ φέρω), πρβλ. α πρόσ οιστος, δυσ πρόσ οιστος] …   Dictionary of Greek

  • εὐπρόσοιστος — easy of approach masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»