-
1 ευπρόσοιστος
-
2 εὐπρόσοιστος
-
3 ευπροσοιστος
-
4 εὐπρόσοιστος
εὐπρόσ-οιστος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐπρόσοιστος
-
5 εκβασις
- εως ἥ1) высадка (на берег), выгрузка(στρατοῦ Aesch.; τῶν βαρβάρων Polyb.; ἔκβασιν ζητεῖν Plut.)
2) место для высадки(ἔ. οὔπῃ φαίνετο Hom.)
3) выход, проход(εἰς τὰ ὄρη Xen.)
4) выход, спасение(ἄτης εὐπρόσοιστος ἔ. Eur.)
5) исход, результат(τοῦ κακοῦ Men.)
6) продвижение, переходἔ. κατὰ τέν ἔλλειψιν Arst. — убывание, убыль
-
6 Accessible
adj.P. and V. εὔβατος (Plat.), P. προσβατός (Xen.), V. εὐπρόσοιστος.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Accessible
-
7 Approachable
adj.Of persons: P. εὐπρόσοδος, P. and V. εὐπροσήγορος.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Approachable
См. также в других словарях:
ευπρόσοιστος — εὐπρόσοιστος, ον (Α) αυτός τον οποίο εύκολα πλησιάζει κάποιος, εύκολος («ευπρόσοδος ἔκβασις» εύκολη έκβαση, δυνατή λύση, Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + προσ οιστος (< προσ οίσω, μέλλ. τού προσ φέρω), πρβλ. α πρόσ οιστος, δυσ πρόσ οιστος] … Dictionary of Greek
εὐπρόσοιστος — easy of approach masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)