-
21 προ-δωσ-έταιρος
προ-δωσ-έταιρος, = προδοσέταιρος; des Metrums wegen emendirt im Scol. bei Ath. XV, 695 e (Ilg. 24 Jac. 6), auch D. Cass. 68, 14, vgl. Lob. Phryn. 770.
-
22 προ-δοσ-έταιρος
προ-δοσ-έταιρος, die Gefährten od. Freunde verrathend. Vgl. προδωσέταιρος.
-
23 πολυ-έταιρος
πολυ-έταιρος, von oder mit vielen Gefährten, Poll. 3, 62.
-
24 συν-έταιρος
συν-έταιρος, ὁ, Mitgesell, Genosse, Kamerad; Her. 7, 193; Anacr. 53, 3.
-
25 φιλ-έταιρος
φιλ-έταιρος, seine Gefährten, Kameraden, Freunde liebend; Thuc. 3, 82; Plat. Lys. 211 e; τρόπος Xen. Cyr. 8, 3,49; Folgde; Luc. Macrob. 12. – Adv., φιλεταίρως κλέπτειν Aesch. 1, 110.
-
26 μῑσ-έταιρος
μῑσ-έταιρος, die Gefährten, Freunde hassend, Poll. 6, 172.
-
27 ἀρχι-εταῖρος
ἀρχι-εταῖρος, ὁ, der erste unter den Freunden, LXX.
-
28 ἀ-φιλ-έταιρος
ἀ-φιλ-έταιρος, die Freunde nicht liebend, Sp.
-
29 ἀφ-έταιρος
ἀφ-έταιρος, freundlos, nicht befreundet, Theopomp. bei Poll. 3, 58, der das Wort tadelt.
-
30 ἀν-έταιρος
ἀν-έταιρος, ohne Gefährten, Plut. reip. ger. pr. 13.
-
31 ἕταρος
ἑταῖρος, ἕταρος: companion, comrade; fig., of a wind, ἐσθλὸς ἑταῖρος, Od. 11.7, cf. ἑταίρη; as adj., w. ἀνήρ, λᾶοί, Ρ , Il. 13.710.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἕταρος
-
32 ἕταρος
1 companion ὄτρυνον νῦν ἑταίρους, Ἁἰνέα members of the chorus O. 6.87κωμάζοντι φίλοις Ἐφαρμόστῳ σὺν ἑταίροις O. 9.4
πρὸς δ' ἑταῖροι καρτερὸν ἄνδρα ὤρεγον χεῖρας (Mosch.: ἕταροι codd.) P. 4.239 φιλεῖν δὲ Κάρρω-τον ἔξοχ' ἑταίρων P. 5.26
εὖ μὲν Ἀρισταγόραν δέξαι τεὸν ἐς θάλαμον, εὖ δ' ἑταίρους ἀγλαῷ σκάπτῳ πέλας (τοὺς συμπρυτανεύοντας αὐτῷ Σ.) N. 11.4 Ἄδραστον ἐξ ἀλαλᾶς ἄμπεμψας ὀρφανὸν μυρίων ἑτάρων ἐς Ἄργος (Er. Schmid: ἑταίρων codd.) I. 7.11 ἑ]ταίρους[ (supp. Lobel) Πα. 1. 22. κενεοφρόνων ἑταῖρον ἀνδρῶν (sc. φθόνον) fr. 212. -
33 εταίρω
ἑταῖροςcomrade: masc nom /voc /acc dualἑταῖροςcomrade: masc gen sg (doric aeolic)——————ἑταῖροςcomrade: masc dat sg -
34 ετάρω
ἑταῖροςcomrade: masc nom /voc /acc dual (epic ionic)ἑταῖροςcomrade: masc gen sg (epic doric ionic aeolic)——————ἑταῖροςcomrade: masc dat sg (epic ionic) -
35 γνώριμος
γνώριμος, ον (γνωρίμη Plat. Rep. X, 614 e; Luc. Somn. 9 u. Sp.), kenntlich, bekannt; γνώριμα λέγεις Plat. Rep. VIII, 558 c; ἁπλᾶ καὶ γνώριμα μαϑεῖν Is. 11, 32; παράκλησις γνώριμος τοῖς ἀκούουσιν Pol. 18, 6, 2, verständlich; εἰ μὴ γνωρίμως φράσεις Antiphan. Ath. X, 440 (v. 6); bes. a) bekannt, befreundet; Od. 16, 9 ἦ μάλα τίς τοι ἐλεύσεται ἐνϑάδ' ἑταῖρος ἢ καὶ γνώριμος ἄλλος, ἐπεὶ κύνες οὐχ ὑλάουσιν ἀλλὰ περισσαίνουσι, ein Bekannter, weniger als ἑταῖρος, ἅπαξ εἰρημέν.; καὶ φίλος Plat. Tim. 34 b; vgl. Conv. 172 a u. sonst; καὶ συνήϑεις Rep. II, 375 e; καὶ οἰκεῖοι I, 343 d; γνωρίμως ἔχειν τινί Dem. 33, 5; sowohl adj. τινί, als subst. τινός; Sp. brauchen es auch für Schüler. – b) angesehen, vornehm; Xen. Hell. 2, 2, 6; ἐξ ἀνωνύμων καὶ ἀδόξων ἔνδοξοι καὶ γνώριμοι γεγόνασι Dem. 8, 66; γνώριμον ἀντ' ἀνδραπόδου ποιεῖν 45, 73; καὶ πλούσιοι Plut. Nic. 2; vgl. Arist. Polit. 4, 4.
-
36 εταρος
-
37 εταιροτάτων
-
38 ἑταιροτάτων
-
39 ἐρίηρος
A faithful, trusty (μεγάλως τιμώμενοι κτλ., Hsch.), ἐ. ἑταῖρος, in sg., only in Il. 4.266 : elsewh. always in heterocl. pl. ἐρίηρες ἑταῖροι, acc. ἐρίηρας ἑταίρους or ἑτάρους ἐρίηρας, Od.9.100, Il.3.47, etc.; parodied by Cratin. 143 ; ἐρίηρος ἀοιδός loyal to his master's house, Od.1.346, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐρίηρος
-
40 πατρικός
πατρικός, väterlich (vgl. πάτριος u. πατρῷος); γῆ, Eur. Ion 1304; φίλος, Ar. Av. 142; Plat. Lach. 180 e; ἑταῖρος, Men. 92 d u. A.; so ξένος, Andoc. 2, 11; ἐχϑρός, Isocr. 4, 184; αἱ πατρικαὶ φιλίαι καὶ ξενίαι, Pol. 33, 16, 2; βασιλεῖαι, Thuc. 1, 13, wie Isocr. 9, 35; ἔχϑρα, Dem. 25, 32; λόγος, des Vaters, Plat. Soph. 242 a; ἀσέλγεια, Pol. 21, 5, 7; νόμοι, Cratin. bei Ath. XV, 667 d. – Adv. πατρικῶς; Arist. pol. 5, 11; καὶ πρᾴως, Plut. Dion. 39.
См. также в других словарях:
ἑταῖρος — comrade masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εταίρος — ο, θηλ. εταίρα (ΑΜ ἑταῑρος, θηλ. ἑταίρα, Α ιων., επικ. και δωρ. τ. ἕταρος, θηλ. ιων. τ. ἑταίρη, επικ. τ. ἑτάρη) 1. ο σύντροφος, ο φίλος 2. ο συνεταίρος 3. μέλος πολιτικού συλλόγου ή φατρίας 4. θηλ. η εταίρα πόρνη νεοελλ. (νομ.) αυτός που μετέχει… … Dictionary of Greek
εταίρος — ο 1. σύντροφος, οικείος, φίλος. 2. αυτός που είναι μέτοχος, μέλος εταιρείας, συνεταίρος: Δε συμφωνούν όλοι οι εταίροι για την επέκταση της επιχείρησης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἑταιροτάτων — ἑταῖρος comrade fem gen pl ἑταῖρος comrade masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑταίρω — ἑταῖρος comrade masc nom/voc/acc dual ἑταῖρος comrade masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτάρω — ἑταῖρος comrade masc nom/voc/acc dual (epic ionic) ἑταῖρος comrade masc gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑταιροτάτοις — ἑταῖρος comrade masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑταιροτάτους — ἑταῖρος comrade masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑταιρότατος — ἑταῖρος comrade masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑταῖρε — ἑταῖρος comrade masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑταῖροι — ἑταῖρος comrade masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)