-
81 ἑταῖρον
-
82 εταιροτάτοις
-
83 ἑταιροτάτοις
-
84 εταιροτάτους
-
85 ἑταιροτάτους
-
86 εταιρότατος
-
87 ἑταιρότατος
-
88 εταίροιν
-
89 ἑταίροιν
-
90 εταίροις
-
91 ἑταίροις
-
92 εταίροισι
-
93 ἑταίροισι
-
94 εταίροισιν
-
95 ἑταίροισιν
-
96 εταίρου
-
97 ἑταίρου
-
98 εταίρους
-
99 ἑταίρους
-
100 εταίρωι
См. также в других словарях:
ἑταῖρος — comrade masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εταίρος — ο, θηλ. εταίρα (ΑΜ ἑταῑρος, θηλ. ἑταίρα, Α ιων., επικ. και δωρ. τ. ἕταρος, θηλ. ιων. τ. ἑταίρη, επικ. τ. ἑτάρη) 1. ο σύντροφος, ο φίλος 2. ο συνεταίρος 3. μέλος πολιτικού συλλόγου ή φατρίας 4. θηλ. η εταίρα πόρνη νεοελλ. (νομ.) αυτός που μετέχει… … Dictionary of Greek
εταίρος — ο 1. σύντροφος, οικείος, φίλος. 2. αυτός που είναι μέτοχος, μέλος εταιρείας, συνεταίρος: Δε συμφωνούν όλοι οι εταίροι για την επέκταση της επιχείρησης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἑταιροτάτων — ἑταῖρος comrade fem gen pl ἑταῖρος comrade masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑταίρω — ἑταῖρος comrade masc nom/voc/acc dual ἑταῖρος comrade masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτάρω — ἑταῖρος comrade masc nom/voc/acc dual (epic ionic) ἑταῖρος comrade masc gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑταιροτάτοις — ἑταῖρος comrade masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑταιροτάτους — ἑταῖρος comrade masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑταιρότατος — ἑταῖρος comrade masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑταῖρε — ἑταῖρος comrade masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑταῖροι — ἑταῖρος comrade masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)