-
1 εστιούχος
-
2 ἑστιοῦχος
-
3 εστιουχος
21) охраняющий домашний очаг, хранитель(ница)(Δημήτηρ ἑ. Ἐλευοῖνος χθονός Eur.; ἑ. καὴ θεραπευτές ὁσίων τε καὴ ἱερῶν Plat.)
2) имеющий свой алтарь, обладающий святилищем, священный(γαῖα Aesch.; πόλις Soph.)
3) имеющий очаг(αὐλή Eur.)
4) горящий на очаге или алтаре(πῦρ Plut.)
5) дающий пир, т.е. хозяин дома Arph. -
4 ἑστίουχος
ἑστίουχ-ος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑστίουχος
-
5 εστιούχ'
-
6 ἑστιοῦχ'
-
7 εστιούχον
-
8 ἑστιοῦχον
-
9 εστιούχοις
ἑστίουχοςguarding the house: masc /fem /neut dat plἑστιού̱χοις, ἑστιοῦχοςmasc /fem /neut dat pl -
10 ἑστιούχοις
ἑστίουχοςguarding the house: masc /fem /neut dat plἑστιού̱χοις, ἑστιοῦχοςmasc /fem /neut dat pl -
11 εστιούχου
ἑστίουχοςguarding the house: masc /fem /neut gen sgἑστιού̱χου, ἑστιοῦχοςmasc /fem /neut gen sg -
12 ἑστιούχου
ἑστίουχοςguarding the house: masc /fem /neut gen sgἑστιού̱χου, ἑστιοῦχοςmasc /fem /neut gen sg -
13 εστιούχω
ἑστίουχοςguarding the house: masc /fem /neut dat sgἑστιού̱χῳ, ἑστιοῦχοςmasc /fem /neut dat sg -
14 ἑστιούχῳ
ἑστίουχοςguarding the house: masc /fem /neut dat sgἑστιού̱χῳ, ἑστιοῦχοςmasc /fem /neut dat sg -
15 εστιούχων
ἑστίουχοςguarding the house: masc /fem /neut gen plἑστιού̱χων, ἑστιοῦχοςmasc /fem /neut gen pl -
16 ἑστιούχων
ἑστίουχοςguarding the house: masc /fem /neut gen plἑστιού̱χων, ἑστιοῦχοςmasc /fem /neut gen pl -
17 εστιούχοι
-
18 ἑστιοῦχοι
-
19 ἑστιᾶχος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑστιᾶχος
См. также в других словарях:
εστιούχος — ἑστιοῡχος, ον (Α) 1. αυτός που φυλάσσει, προστατεύει την εστία (τον οίκο ή κάποιον τόπο), ο πολιούχος («Δήμητερ ἑστιοῡχ Ἐλευσῑνος χθονός», Ευρ.) 2. αυτός που έχει βωμό ή εστία 3. αυτός που βρίσκεται πάνω στην εστία ή στον βωμό 4. αυτός που… … Dictionary of Greek
ἑστιοῦχος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑστιοῦχον — ἑστιοῦχος masc/fem acc sg ἑστιοῦχος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑστιούχοις — ἑστίουχος guarding the house masc/fem/neut dat pl ἑστιού̱χοις , ἑστιοῦχος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑστιούχου — ἑστίουχος guarding the house masc/fem/neut gen sg ἑστιού̱χου , ἑστιοῦχος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑστιούχων — ἑστίουχος guarding the house masc/fem/neut gen pl ἑστιού̱χων , ἑστιοῦχος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑστιούχῳ — ἑστίουχος guarding the house masc/fem/neut dat sg ἑστιού̱χῳ , ἑστιοῦχος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑστιοῦχοι — ἑστιοῦχος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑστιοῦχ' — ἑστιοῦχα , ἑστιοῦχος neut nom/voc/acc pl ἑστιοῦχε , ἑστιοῦχος masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ούχος — (ΑΜ οῡχος) μορφή στην οποία απαντά το ρ. έχω ως β συνθετικό < οοχος με συναίρεση από ονόματα με θεμ. φωνήεν ο (πρβλ. τροπαι ούχος < τρόπαιον, κληρ ούχος < κλήρος, γαλακτ ούχος < γάλα, ακτος). Τα σύνθ. σε ούχος σημαίνουν τον κάτοχο… … Dictionary of Greek
εστιουχώ — ἑστιουχῶ, έω (Α) [εστιούχος] 1. έχω, κατέχω την εστία 2. μτφ. είμαι προστάτης, κυβερνήτης, προΐσταμαι, εποπτεύω … Dictionary of Greek