-
1 εστιούχ'
-
2 ἑστιοῦχ'
-
3 ἑστίουχος
ἑστίουχ-ος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑστίουχος
-
4 ἑστιουχέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑστιουχέω
-
5 ἑστιο ῦχος
ἑστιο ῦχος, 1) einen Heerd habend, γαῖα, heimathliches Land, Aesch. Pers. 503; αὐλή, die Wohnung enthaltend, Eur. Andr. 283; πόλιν Soph. Ant. 1070, nach Schol. τὴν ἑστίαν καὶ βωμοὺς ἔχουσαν, die heilige Stadt. – 2) den Heerd, das Haus schirmend, bes. von den Schutzgöttern des Hauses u. Landes; so heißt Demeter ἑστιοῦχ' Ἀλευσῖνος χϑονός Eur. Suppl. 1; Plat. Legg. IX, 878 a; vgl. Ar. Av. 866; ϑεοί Poll. 1, 24. – Nach Poll. 6, 11 brauchte es Ar. = ἑστιάτωρ.
См. также в других словарях:
ἑστιοῦχ' — ἑστιοῦχα , ἑστιοῦχος neut nom/voc/acc pl ἑστιοῦχε , ἑστιοῦχος masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εστιούχος — ἑστιοῡχος, ον (Α) 1. αυτός που φυλάσσει, προστατεύει την εστία (τον οίκο ή κάποιον τόπο), ο πολιούχος («Δήμητερ ἑστιοῡχ Ἐλευσῑνος χθονός», Ευρ.) 2. αυτός που έχει βωμό ή εστία 3. αυτός που βρίσκεται πάνω στην εστία ή στον βωμό 4. αυτός που… … Dictionary of Greek