-
1 εστιούχον
-
2 ἑστιοῦχον
-
3 γεννήτωρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γεννήτωρ
См. также в других словарях:
ἑστιοῦχον — ἑστιοῦχος masc/fem acc sg ἑστιοῦχος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)