Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἑρπετά

См. также в других словарях:

  • ερπετά — (reptila). Μεγάλη ομοταξία σπονδυλοζώων που έχουν κοινούς σημαντικούς ανατομικούς χαρακτήρες, αλλά παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλία ως προς τη μορφή, τις διαστάσεις και το περιβάλλον διαβίωσης (ε. αποκλειστικά χερσαία ή τυπικά υδρόβια ή αμφίβια).… …   Dictionary of Greek

  • ἑρπετά — ἑρπετόν beast neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οφίδια — Ερπετά που αποτελούν την υπόταξη των λιπιδωτών ή φολιδωτών με 18 οικογένειες. Βλ. λ. φίδια· ερπετά …   Dictionary of Greek

  • δεινόσαυροι — Ερπετά που έζησαν αποκλειστικά στον μεσοζωικό αιώνα και έχουν εκλείψει. Διέφεραν μεταξύ τους στη μορφή, όχι μόνο ως προς τις διαστάσεις (το μήκος τους μπορούσε να φτάσει από μερικά εκατοστά έως 30 μ.) και τον τρόπο ζωής, αλλά και στους χαρακτήρες …   Dictionary of Greek

  • ἑρπέτ' — ἑρπετά , ἑρπετόν beast neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπονδυλωτά — Ζώα που αποτελούν ένα τμήμα του τύπου των χορδωτών, ο οποίος υποδιαιρείται με τη σειρά του στους δυο υποτύπους των αγνάθων και των γναθόστομων. Ο πρώτος υποτύπος περιλαμβάνει τις δυο τάξεις των οστρακόδερμων (απολιθωμένων σ. που έζησαν κατά το… …   Dictionary of Greek

  • ερπετολογία — Κλάδος της ζωολογίας που μελετά τα ερπετά και ιδιαίτερα τα φίδια. Η ε. άρχισε ως επιστήμη με τον Αριστοτέλη, ο οποίος ταξινόμησε τα ερπετά σε τετράποδα, ωοτόκα (χελώνες, κροκόδειλοι, σαύρες), φίδια και βατράχια, περικλείοντας μεταξύ των ερπετών… …   Dictionary of Greek

  • Μαλαισία — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Αποτελείται από δύο ενότητες, μεταξύ των οποίων μεσολαβεί η Νότια Κινεζική θάλασσα για περίπου 650 χλμ. Το ανατολικό τμήμα συνορεύει B με το Μπρουνέι και N με την Ινδονησία, ενώ βρέχεται B και Δ από την Νότια… …   Dictionary of Greek

  • ερπετό — και σερπετό, το (AM ἑρπετόν Α και αιολ. τ. ὄρπετον, Μ και ἑρπετό και ‘ρπετό και σερπετό) κάθε ζώο που έρπει με την κοιλιά, κυρίως το φίδι νεοελλ. 1. γένος φιδιών τής οικογένειας τών κολουβριδών 2. στον πληθ. τα ερπετά η τρίτη ομοταξία τών… …   Dictionary of Greek

  • ζώο — Έμψυχο που διακρίνεται από το φυτό συνήθως με τους εξής χαρακτήρες: παρουσιάζει ερεθιστικότητα, που του επιτρέπει να αντιδρά με ταχύτητα στα διάφορα ερεθίσματα, και κινητικότητα, λειτουργίες που οφείλονται στην παρουσία ενός εκτεταμένου νευρικού… …   Dictionary of Greek

  • παλαιοζωολογία — Κλάδος της παλαιοντολογίας, που ασχολείται με τη μελέτη των ζώων, τα οποία έζησαν στην υδρόγειο σε προηγούμενες γεωλογικές περιόδους και εποχές. Σήμερα είναι επιστημονικά εξακριβωμένο ότι η ζωή υπήρχε, για μεγάλα χρονικά διαστήματα, με την απλή… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»