Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἑλκ-έω

См. также в других словарях:

  • ἕλκ' — ἕλκε , ἕλκω sulcus pres imperat act 2nd sg ἕλκε , ἕλκω sulcus imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γουιάνα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γουιάνα Παλαιότερη ονομασία: Βρετανική Γουιάνα Έκταση: 214.969 τ.χλμ Πληθυσμός: 698.209 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Τζόρτζταουν (225.802 κάτ. το 2002)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει με τη Βενεζουέλα στα ΒΔ, τη… …   Dictionary of Greek

  • έλκω — και ελκύω (AM ἕλκω και ἑλκύω) 1. σέρνω, τραβώ κάποιον ή κάτι προς το μέρος μου 2. προσελκύω, σαγηνεύω 3. (για πλοίο) καθελκύω, τραβώ από την ξηρά στη θάλασσα 4. (για πλοίο) ρυμουλκώ 5. (για άροτρο, άμαξα, μηχανή) κινούμαι προς τα εμπρός,… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • επικρουστηρουλκός — ο όργανο με το οποίο αφαιρείται ο επικρουστήρας τών πυροβόλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < επι κρουστήρ* + ολκός (< έλκω*) από την ετεροιωμένη βαθμίδα (ολκ ) τού θ. έλκ . Το ου ( ουλκός) αναλογικά προς τα συνηρημένα ξιφουλκός (< ξίφο ολκός), εμβρυουλκός… …   Dictionary of Greek

  • ευεξέλκυστος — εὐεξέλκυστος, ον (Α) αυτός που αποσπάται, που εξάγεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + εξ ελκυστός (< εξ έλκω), τ. που εμφανίζει το παράλληλο παρεκτεταμένο θ. ελκ υ (κατά το ερύω) τού ρ. έλκω] …   Dictionary of Greek

  • θηλυδρίας — ο (ΑΜ θηλυδρίας) θηλυπρεπής. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά πάσαν πιθανότητα < αμάρτυρο *θηλύδριον, για το οποίο όμως οι γνώμες διίστανται. Κατά μία απόψη < θηλυ * + κατάλ. δριον κατά το ανδρ ίον, κακόσημο υποκορ. τού ανήρ (πρβλ. νεοελλ.… …   Dictionary of Greek

  • θορύβηθρον — θορύβηθρον, τὸ (Α) το φυτό λεοντοπέταλο(ν). [ΕΤΥΜΟΛ. < θορυβώ + επίθημα ηθρον (πρβλ. ελκ ηθρον, στέργ ηθρον)] …   Dictionary of Greek

  • κήληθρον — κήληθρον, τὸ (Α) κήλημα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηλῶ + επίθημα (η)θρον (πρβλ. έλκ ηθρον, μέλπ ηθρον)] …   Dictionary of Greek

  • κεντρήεις — κεντρήεις, εσσα, εν (Α) αυτός που έχει κεντρί, κεντρωτός, αγκαθωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέντρον + κατάλ. ήεις, (πρβλ. δενδρ ήεις, ελκ ήεις)] …   Dictionary of Greek

  • κηληθμός — κηληθμός, ὁ (Α) καταγοήτευση, ηδονή, τέρψη («κηληθμῷ δ ἔσχοντο κατά μέγαρα», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κηλῶ + επίθημα ηθμός (πρβλ. ελκ ηθμός, ορχ ηθμός)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»