-
1 ελκ'
ἕλκε, ἕλκωsulcus: pres imperat act 2nd sgἕλκε, ἕλκωsulcus: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) -
2 ἕλκ'
ἕλκε, ἕλκωsulcus: pres imperat act 2nd sgἕλκε, ἕλκωsulcus: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) -
3 ἑλκ-ώδης
ἑλκ-ώδης, ες, geschwürartig, Diosc.; voll Geschwüre, χρώς Eur. Hipp. 1359; Medic.; – übertr., reizbar, καὶ μικρόλυπος ϑυμός Plut. coh. ira 3.
-
4 ἑλκησίσταχυς
ἑλκ-ησίστᾰχυς, υ,6 [suff] ἑλκ-ητήρ, ῆρος, ὁ, one that drags, κτένες ἑλκητῆρες, of a harrow, AP6.297 (Phan.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑλκησίσταχυς
-
5 ἑλκέω
A drag about, tear asunder, in [tense] impf.νέκυν.. εἵλκεον ἀμφότεροι Il.17.395
: also in [tense] fut. and [tense] aor. κύνες ἑλκήσουσιν ib. 558; ; Λητὼ γὰρ ἥλκησε he did violence to Leto, Od.11.580;ἑ. τινὰ πέπλοιο Arat.638
:—[voice] Pass.,ἑλκηθείσας τε θύγατρας Il.22.62
. -
6 ἑλκηδόν
ἑλκ-ηδόν, Adv.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑλκηδόν
-
7 ἑλκήεις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑλκήεις
-
8 ἑλκηθμός
ἑλκ-ηθμός, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑλκηθμός
-
9 ἑλκηΐς
ἑλκ-ηΐς· ἡ λιθάργυρος, Hsch. -
10 ἑλκτέον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑλκτέον
-
11 ἑλκτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑλκτικός
-
12 ἑλκτός
-
13 ἑλκύδριον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑλκύδριον
-
14 ἑλκυθμός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑλκυθμός
-
15 ἑλκύσιμος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑλκύσιμος
-
16 ἑλκυσμός
ἑλκ-υσμός, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑλκυσμός
-
17 ἑλκυστάζω
ἑλκ-υστάζω, Frequentat.of ἕλκω,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑλκυστάζω
-
18 ἑλκυστέος
4II ἑλκυστέον one must draw,αἷμα Gal.
ap. Aët.8.50.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑλκυστέος
-
19 ἑλκυστήρ
II as Adj., ἑ. πόνος toil of dragging, Opp. H.5.20.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑλκυστήρ
-
20 ἑλκυστήριος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑλκυστήριος
См. также в других словарях:
ἕλκ' — ἕλκε , ἕλκω sulcus pres imperat act 2nd sg ἕλκε , ἕλκω sulcus imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γουιάνα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γουιάνα Παλαιότερη ονομασία: Βρετανική Γουιάνα Έκταση: 214.969 τ.χλμ Πληθυσμός: 698.209 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Τζόρτζταουν (225.802 κάτ. το 2002)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει με τη Βενεζουέλα στα ΒΔ, τη… … Dictionary of Greek
έλκω — και ελκύω (AM ἕλκω και ἑλκύω) 1. σέρνω, τραβώ κάποιον ή κάτι προς το μέρος μου 2. προσελκύω, σαγηνεύω 3. (για πλοίο) καθελκύω, τραβώ από την ξηρά στη θάλασσα 4. (για πλοίο) ρυμουλκώ 5. (για άροτρο, άμαξα, μηχανή) κινούμαι προς τα εμπρός,… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
επικρουστηρουλκός — ο όργανο με το οποίο αφαιρείται ο επικρουστήρας τών πυροβόλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < επι κρουστήρ* + ολκός (< έλκω*) από την ετεροιωμένη βαθμίδα (ολκ ) τού θ. έλκ . Το ου ( ουλκός) αναλογικά προς τα συνηρημένα ξιφουλκός (< ξίφο ολκός), εμβρυουλκός… … Dictionary of Greek
ευεξέλκυστος — εὐεξέλκυστος, ον (Α) αυτός που αποσπάται, που εξάγεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + εξ ελκυστός (< εξ έλκω), τ. που εμφανίζει το παράλληλο παρεκτεταμένο θ. ελκ υ (κατά το ερύω) τού ρ. έλκω] … Dictionary of Greek
θηλυδρίας — ο (ΑΜ θηλυδρίας) θηλυπρεπής. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά πάσαν πιθανότητα < αμάρτυρο *θηλύδριον, για το οποίο όμως οι γνώμες διίστανται. Κατά μία απόψη < θηλυ * + κατάλ. δριον κατά το ανδρ ίον, κακόσημο υποκορ. τού ανήρ (πρβλ. νεοελλ.… … Dictionary of Greek
θορύβηθρον — θορύβηθρον, τὸ (Α) το φυτό λεοντοπέταλο(ν). [ΕΤΥΜΟΛ. < θορυβώ + επίθημα ηθρον (πρβλ. ελκ ηθρον, στέργ ηθρον)] … Dictionary of Greek
κήληθρον — κήληθρον, τὸ (Α) κήλημα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηλῶ + επίθημα (η)θρον (πρβλ. έλκ ηθρον, μέλπ ηθρον)] … Dictionary of Greek
κεντρήεις — κεντρήεις, εσσα, εν (Α) αυτός που έχει κεντρί, κεντρωτός, αγκαθωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέντρον + κατάλ. ήεις, (πρβλ. δενδρ ήεις, ελκ ήεις)] … Dictionary of Greek
κηληθμός — κηληθμός, ὁ (Α) καταγοήτευση, ηδονή, τέρψη («κηληθμῷ δ ἔσχοντο κατά μέγαρα», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κηλῶ + επίθημα ηθμός (πρβλ. ελκ ηθμός, ορχ ηθμός)] … Dictionary of Greek