Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἑκόντα

См. также в других словарях:

  • ἑκόντα — ἑκών vásmi neut nom/voc/acc pl ἑκών vásmi masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑκόνθ' — ἑκόντα , ἑκών vásmi neut nom/voc/acc pl ἑκόντα , ἑκών vásmi masc acc sg ἑκόντι , ἑκών vásmi masc/neut dat sg ἑκόντε , ἑκών vásmi masc/neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑκόντ' — ἑκόντα , ἑκών vásmi neut nom/voc/acc pl ἑκόντα , ἑκών vásmi masc acc sg ἑκόντι , ἑκών vásmi masc/neut dat sg ἑκόντε , ἑκών vásmi masc/neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άδικος — η, ο (Α ἄδικος, ον) 1. (για πρόσωπα) αυτός που παραβαίνει το δίκαιο, που διαπράττει αδικίες 2. (για πράγματα) αυτός που συντελείται παρά το δίκαιο 3. το ουδ. ως ουσ. το άδικο(ν) αδικία, αδίκημα 4. επίρρ. άδικα και (νεοελλ. αρχ.) αδίκως χωρίς… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»