Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἑκουσίως

См. также в других словарях:

  • ἑκουσίως — ἑκούσιος voluntary adverbial ἑκούσιος voluntary masc acc pl (doric) ἑκούσιος voluntary adverbial ἑκούσιος voluntary masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • волѧ — ВОЛ|Ѧ (1161), Ѣ ( Ѧ) с. 1.Воля, как психическая способность, выражающаяся в действиях, поступках: прѣдаж тѣло своѥ наготу. волю на попьраниѥ. оутробоу на постъ. Изб 1076, 35; акы халевъ iс(с)ви. вьсю свою ѡ(т)сѣкъ волю. и боудеши акы ч(с)тыи… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • προαιρετικός — ή, ό / προαιρετικός, ή, όν, ΝΜΑ [προαιροῡμαι] νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προαίρεση, αυτός που γίνεται κατά προαίρεση, σύμφωνα με την ελεύθερη βούληση κάποιου, εκούσιος, θεληματικός («προαιρετική εισφορά») αρχ. 1. αυτός που έχει… …   Dictionary of Greek

  • волею — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  (ἑκουσίως) произвольно, добровольно …   Словарь церковнославянского языка

  • вольныи — (178) пр. 1.Действующий по собственной воле: и почаша Володимерци молвити. мы ѥсмы волна˫а кнѩзѩ при˫али к собѣ. и кр(с)тъ цѣловали на всемь. а си ˫ако не свою волость творита. ЛЛ 1377, 126 об. (1176); то же ЛИ ок. 1425, 24 (1175); что ѥсть жена …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • εκοντήν — ἐκοντήν (AM) επίρρ. εκουσίως …   Dictionary of Greek

  • εκοντί — ἑκοντί (Α) επίρρ. εκουσίως …   Dictionary of Greek

  • εκόντως — ἑκόντως (AM) επίρρ. εκουσίως …   Dictionary of Greek

  • ευεπίφορος — εὐεπίφορος, ον (ΑΜ) 1. αυτός που εύκολα κλίνει προς κάτι ή παρασύρεται σε κάτι («εὐεπίφορος πρὸς τὴν ἀσέλγειαν») 2. αυτός που οδηγεί κάπου με ευκολία («εὐεπίφορος ὁδὸς ἐπὶ τινα», Διον. Αλ.). επίρρ... εὐεπιφόρως 1. με ευχαρίστηση, με ευκολία… …   Dictionary of Greek

  • θέλω — (AM θέλω και ἐθέλω) 1. έχω την επιθυμία ή την ανάγκη ή την πρόθεση να κάνω κάτι ή να πω κάτι, επιθυμώ (α. «θέλω να φάω» β. «εἰ σύ γε σῷ θυμῷ ἐθέλεις», Ομ. Ιλ.) 2. επιθυμώ πολύ, επιζητώ (α. «θέλει να προκόψει» β. «πάντ ἐθέλω δόμεναι», Ομ. Ιλ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • θελητός — θελητός, ή, όν (AM) [θέλω] επιθυμητός μσν. το ουδ. ως ουσ. τό θελητόν η επιθυμία, το θέλημα. επίρρ... θελητῶς (Α) εκουσίως, θεληματικά …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»