-
1 εων
-
2 Άλπεις
(-εων) οι Альпы -
3 εοντως
-
4 νεω
I.II.III.III(fut. νεύσομαι и νευσοῦμαι; aor. ἔνευσα; эп. impf. ἕννεον) плавать, плытьκατὰ στόμα ἷξε νέων Hom. — (Одиссей) добрался до устья вплавь;
ἥ τοῦ νεῖν ἐπιστήμη Plat. — уменье плавать(fut. νήσω, aor. ἔνησα; aor. pass. ἐνήθην) прясть(νήματα Hes.; στήμονα Arph.)
τὰ νηθέντα Plat. — пряжа;ἅσσα οἱ νήσαντο Κατακλῶθες Hom. — то, что ему напряли Пряхи, т.е. МойрыIV(aor. ἔνησα; pf. pass. νένησμαι и νένημαι) нагромождать, наваливать, насыпать, складывать(πυράν Her., Plut.; ξύλα Eur.; τὰς πυράς Thuc.)
ἀμφορῆς νενησμένοι Arph. — набросанные в кучу кувшины, т.е. беспорядочная груда бессловесных существ;ἄρτοι νενημένοι Xen. — кучи хлеба -
5 Τραλλεις
-
6 Αθηναι
- ῶν, эп.-ион. άων и έων, дор. ᾶν αἱ, эп. тж. Ἀθήνη ἥ1) Афины ( главный город Аттики)ἄκρον Ἀθηνέων Hom. — Афинский мыс, т.е. Σούνιον
-
7 Αιγικορεις
- έων οἱ эгикореи, «козьи пастухи» (название одной из четырех первоначальных атт. фил) Her., Eur., Plut. -
8 Αλιεις
-
9 Αλπεις
-
10 Αμυκλαιεις
- έων и Ἀμυκλαῖοι οἱ жители города Амиклы Xen. -
11 αντιτυγχανω
получать или встречать вместо(τινὸς ἀπό τινος Thuc.)
ἐσθλὸς ἐὼν ἄλλου κρείττονος ἀντέτυχεν погов. Polyb. — случается и (великому) храбрецу встречаться с кем-л. похрабрее (его);ἀ. μάχας Pind. — попадать в сражение -
12 Βαλιαρεις
-
13 Βραγχιδαι
1) потомки Бранха, жреческий род, служивший при святилище Аполлона Дидимского, близ Милета Her.2) место близ Милета с храмом Аполлона Дидимского Her. -
14 Γαργαρεις
-
15 Δαλματεις
-
16 δεικνυμι
1) редко med. показывать, указывать(ὁδόν, τινά τινι Hom.; ἔς τινα и ἔς τι Her.; med. τῷ δακτύλῳ Arst.)
2) указывать, изобличать(τὸν κτανόντα Soph.)
3) показывать, разъяснять4) являть, посылать(σῆμα βροτοῖσιν Hom.; ἐλαίας πρῶτον κλάδον Eur.)
5) проявлять, обнаруживать(προθυμίαν Thuc.)
δεῖξαι τέν δύναμιν Thuc. — показать (свою) силу, т.е. оказать сопротивление;ὃς δ΄ ἂν ἀντιβαίνειν πειρᾶται, δεικνύσθω ἐνθαῦτα ἐὼν πολέμιος Her. — кто попытается противиться, тот да будет объявлен (нашим) врагом;ἐν φανερῷ ἔδειξαν ἑτοῖμοι ἀμύνεσθαι Thuc. — они ясно показали, что готовы дать отпор (противнику)6) обнаруживаться, выявляться, выяснятьсяδείξει δέ τάχα Arph. — это скоро обнаружится, т.е. сейчас сам увидишь
7) показывать, доказывать(ἔργῳ Xen.; τὰ φανερὰ διὰ τῶν ἀφανῶν Arst.)
δ. διὰ τοῦ ἀδυνάτου Arst. — доказывать через невозможность (обратного), т.е. от противного;δέδεικται ἡμῖν, ὅτι … Plat. — нами доказано что …;δεῖξαι ἑτέραν ἀπόκρισιν Plat. — дать другое решение вопроса8) med. (= δειδίσκομαι См. δειδισκομαι) приветствовать(τινα μύθοισι или χρυσέοισι κυπέλλοις Hom.)
πλησάμενος οἴνοιο δέπας, δείδεκτ΄ Ἀχιλῆα Hom. — наполнив чашу вином, он обратился с приветствием к Ахиллу -
17 δεκαμηνος
21) десятимесячный(σκύλακες Xen.; κάπροι Arst.)
δ. ἐών Theocr. — будучи десяти месяцев от роду2) совершающийся на десятом месяце(τόκος Arst.)
ἥ αἵρεσις δ. ἐγένετο Her. — взятие (города) произошло на десятом месяце -
18 διαδεικνυμι
показывать воочию, обнаруживатьδιαδεξάτω ὑμέων τις κηδόμενος Her. — пусть каждый из вас покажет свое усердие;διαδεικνύσθω ἐὼν πολέμιος Her. — пусть объявят его врагом;διέδεξε ἐστὴ τοῦτο ἄριστον Her. — это оказалось наилучшим -
19 διακινεω
1) приводить в движение, сдвигать, передвигать, двигать(τὸ προσκεφάλαιον Plut.; ὅ ἀέρ ἀεὴ διακινεῖται Arst.)
; med. шевелиться(ὅ σκύμνος ἐν τῇ μητρὴ ἐὼν διακινεόμενος Her.)
2) колебать, расшатывать, подрывать, разрушать(τὰ πεπραγμένα Thuc.)
3) будить, возбуждать(τὸν νοῦν τινος Arph.)
4) призывать к восстанию, возмущать(τὰ συμμαχικά Plut.)
-
20 εχινεες
См. также в других словарях:
.έων — ἕων , ὅς yas masc/fem gen pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐῶν — ἐάω suffer pres part act masc voc sg ἐάω suffer pres part act neut nom/voc/acc sg ἐάω suffer pres part act masc nom sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐών — εἰμί sum pres part act masc nom sg (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑῶν — ἑός his fem gen pl ἑός his masc/neut gen pl ἠώς dawn fem gen pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔων — ἐάω suffer imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ἐάω suffer imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἕων — ὅς yas masc/fem gen pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύχρεως — εων, Α αυτός που βαρύνεται με πολλά χρέη, καταχρεωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + χρεως (< χρέος), πρβλ. αξιό χρεως] … Dictionary of Greek
πρυλέες — έων, οἱ, Α 1. πεζοί στρατιώτες, σε αντιδιαστολή προς τους αρχηγούς, οι οποίοι μάχονταν από το άρμα τους 2. ως επίθ. πυκνοί, πάμπολλοι. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ., άγνωστης ετυμολ., πιθ. αιγαιικής προέλευσης. Αμφίβολη παραμένει η σύνδεση τής λ. με την πρόθεση… … Dictionary of Greek
-ιώνας — νεοελλ. κατάλ. η οποία προέρχεται από την αρχ. κατάλ. εών, εῶνος με συνίζηση τού ε (πρβλ. καλαμ εών > καλαμ ιώνας) απαντά σε περιληπτικά ουσ. και σε τοπωνύμια (πρβλ. περιστερ ιώνας, Ασπαλαθ ιώνας). Η αρχ. κατάλ. εών περιληπτικών ουσ.… … Dictionary of Greek
κεγχρεών — κεγχρεών, ὁ (Α) τόπος στην Αθήνα όπου καθάριζαν την κέγχρον, δηλ. την άμμο και τη σκόνη από τα φορτία αργύρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέγχρος + τοπ. κατάλ. εών (πρβλ. ανθ εών, χαλκ εών)] … Dictionary of Greek
κεραμεών — κεραμεών, ῶνος, ὁ (Α) μεγάλο πήλινο δοχείο οίνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεράμεος + κατάλ. εών, που δηλώνει τόπο ή πλησμονή (πρβλ. περιστερ εών) και δίνει έμμεσα στο ουσ. κεραμ έων μεγεθυντική σημ.] … Dictionary of Greek