Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

νεως

См. также в других словарях:

  • νεώς — νεώς, ὁ (Α) (αττ. τ.) βλ. ναός …   Dictionary of Greek

  • νεώς — νεώ̆ς , ναός 2 Ma. masc acc pl (attic epic ionic) νεώ̆ς , ναός 2 Ma. masc nom sg (attic epic ionic) ναῦς ship fem gen sg ναῦς ship gen sg (attic) νεώ̆ς , νεώς 2 Ma. masc acc pl (attic epic ionic) νεώ̆ς , νεώς 2 Ma. masc nom sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεῴς — νεῴ̆ς , ναός 2 Ma. masc dat pl (attic epic ionic) νεῴ̆ς , νεώς 2 Ma. masc dat pl (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νέως — νέος young adverbial νέος young masc acc pl (doric ionic) νέος young adverbial (attic) νέος young masc/fem acc pl (attic doric) νέως indeclform (adverb) νεόω renovate imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεῶς — νεόω renovate pres ind act 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεῷς — νεάω plough up pres opt act 2nd sg νεάζω to be young fut opt act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εύνεως — εὔνεως, ων (Α) αυτός που έχει πολλά και καλά πλοία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + νεως (< ναυς, νεώς), πρβλ. λιπό νεως, περί νεως] …   Dictionary of Greek

  • λιπόνεως — λιπόνεως, ων (Α) λιπόναυς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο) * + νεως (< ναῦς, νεώς «πλοίο»), πρβλ. περί νεως] …   Dictionary of Greek

  • μεσόνεως — μεσόνεως, ων (Α) (για κουπιά) αυτό που βρίσκεται στο μέσο τού πλοίου («ὥσπερ κώπη μεσόνεως», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + ναῦς, νεώς (πρβλ. λιπό νεως, περί νεως)] …   Dictionary of Greek

  • ναυς — η (ΑΜ ναῡς, Α ιων. και επικ. τ. νηῡς και δωρ. τ. νᾱς) πλοίο νεοελλ. μτφ. το μεσαίο κλίτος χριστιανικού ναού μσν. επιτραπέζιο σκεύος σε σχήμα πλοίου αρχ. 1. έμβλημα στον θυρεό που εικόνιζε αρχαϊκό πλοίο 2. (γενικά) πολεμικό πλοίο, τριήρης 3. μτφ.… …   Dictionary of Greek

  • ναός — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»