-
1 Ακταιονις
-
2 αμαλος
-
3 γλισχρος
31) тягучий, густой(ἔλαιον Arst.)
; вязкий, клейкий(γλοιός Arst.)
2) мелочной, пустяковый3) скупой, скаредный (sc. ἄνθρωποι Arst.; περὴ τὰς δωρέας Plut.)4) назойливо просящий, попрошайничающий, клянчащий(γ. προσαιτῶν λιπαρῶν τε Arph.; σκύλακες Plut.)
5) скудный, бедный, нищенский, жалкий,(οἰκοδόμημα Dem.; δεῖπνον Plut.; τέχναι Luc.)
-
4 δεκαμηνος
21) десятимесячный(σκύλακες Xen.; κάπροι Arst.)
δ. ἐών Theocr. — будучи десяти месяцев от роду2) совершающийся на десятом месяце(τόκος Arst.)
ἥ αἵρεσις δ. ἐγένετο Her. — взятие (города) произошло на десятом месяце -
5 επιφυομαι
(aor. 2 ἐπέφῡν, pf. act. ἐπιπέφῡκα)1) (на чём-л) вырастать, расти(τῷ σήματι ἐπιπέφυκε ἐλαίη Her.; ἐπί и ἔν τινι Arst.)
2) перен. прирастать, крепко хвататься, вцепляться(ἀμφοῖν ταῖν χεροῖν τινι Polyb.)
3) крепко приставать, прилипать, льнуть(τινι Plat., Plut.)
4) неотступно (пре)следовать(ὥσπερ θηρίοις σκύλακες Plut.)
5) впоследствии нарождаться, после появляться(ἐπιφὺς νέος ἀνήρ Plut.)
-
6 ιχνευτης
-
7 νομιος
-
8 ορεσκοος
эп. ὀρεσκῷος 2обитающий в горах(αἶγες, φῆρες Hom.; Κένταυροι Hes.; σκύλακες Eur.)
δαὴς ὀ. Eur. — горная дичь, дичина -
9 σκυλαξ
1) щенокκύων περὴ σκυλάκεσσι βεβῶσα Hom. — собака, обхаживающая своих щенят
2) собака Eur., Xen.3) детеныш(κυνός Her.; ἄρκτου Luc.)
Ζηνοδότου σκύλακες шутл. Anth. — детеныши, т.е. ученики (грамматика) Зенодота -
10 ωμοσιτος
См. также в других словарях:
Σκύλακες — Σκύλαξ young dog masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκύλακες — σκύλαξ young dog masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκύλαξ — Ονομαστός γεωγράφος και θαλασσοπόρος από τα Καρύανδα της Καρίας, γι’ αυτό και ονομαζόταν Καρυανδεύς. Κατά τον Ηρόδοτο, ο Δαρείος τον έστειλε (521 485 π.Χ.) να εξερευνήσει τις ασιατικές ακτές, μαζί με άλλους εξερευνητές. Αυτοί αποπειράθηκαν τον… … Dictionary of Greek