Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

(σκύλακες

См. также в других словарях:

  • Σκύλακες — Σκύλαξ young dog masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκύλακες — σκύλαξ young dog masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκύλαξ — Ονομαστός γεωγράφος και θαλασσοπόρος από τα Καρύανδα της Καρίας, γι’ αυτό και ονομαζόταν Καρυανδεύς. Κατά τον Ηρόδοτο, ο Δαρείος τον έστειλε (521 485 π.Χ.) να εξερευνήσει τις ασιατικές ακτές, μαζί με άλλους εξερευνητές. Αυτοί αποπειράθηκαν τον… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»