Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐχόντως

См. также в других словарях:

  • εχόντως — ἐχόντως (Α) (επίρρ. από τη μτχ. ενεστ. τού έχω) φρ. «ἐχόντως νοῡν» νουνεχώς, συνετώς (Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Από τη μτχ. ενεστ. έχων, έχοντος τού έχω*] …   Dictionary of Greek

  • ἐχόντως — indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νουνεχόντως — (Α) επίρρ. συνετά, με φρόνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < νουνεχής. Ο τ. έχει σχηματιστεί μέσω τής μτχ. νουνεχών ενός αμάρτυρου *νουνεχῶ αναλογικά προς τα επιρρ. σε όντως (πρβλ. προ εχόντως, υπερ εχόντως)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»