-
1 προς-εχόντως
προς-εχόντως, adv. part. praes. von προςέχω, mit Aufmerksamkeit, Sp.
-
2 προςεχόντως
См. также в других словарях:
νουνεχόντως — (Α) επίρρ. συνετά, με φρόνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < νουνεχής. Ο τ. έχει σχηματιστεί μέσω τής μτχ. νουνεχών ενός αμάρτυρου *νουνεχῶ αναλογικά προς τα επιρρ. σε όντως (πρβλ. προ εχόντως, υπερ εχόντως)] … Dictionary of Greek