-
1 ετνήρυσις
-
2 ἐτνήρυσις
-
3 ετνηρυσις
-
4 ἐτνήρυσις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐτνήρυσις
-
5 ἐτνήρυσις
ἐτν-ήρυσις, ἡ, der Kochlöffel, die Kelle, den Brei umzurühren und auszufüllen -
6 ζωμ-άρυστρον
ζωμ-άρυστρον, τό, Schol. Ar. Ach. 244, Erkl. von ἐτνήρυσις. Bei Byz. auch ζωμήρυστρον.
-
7 ετνηρύσεως
-
8 ἐτνηρύσεως
-
9 ετνήρυσιν
-
10 ἐτνήρυσιν
-
11 Ladle
subs.Ar. and P. τορύνη, ἡ, Ar. ἐτνήρυσις, ἡ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Ladle
См. также в других словарях:
ετνήρυσις — ἐτνήρυσις, ἡ (Α) κουτάλα με την οποία ανακατεύουν ή βγάζουν τη σούπα, τον χυλό. [ΕΤΥΜΟΛ. < έτνος «πυκνός ζωμός» + έρυσις «άντληση», το η αντί ε λόγω τής συνθέσεως] … Dictionary of Greek
ἐτνήρυσις — soup ladle fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐτνήρυσιν — ἐτνήρυσις soup ladle fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐτνηρύσεως — ἐτνηρύσεω̆ς , ἐτνήρυσις soup ladle fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)