Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐτνήρυσις

См. также в других словарях:

  • ετνήρυσις — ἐτνήρυσις, ἡ (Α) κουτάλα με την οποία ανακατεύουν ή βγάζουν τη σούπα, τον χυλό. [ΕΤΥΜΟΛ. < έτνος «πυκνός ζωμός» + έρυσις «άντληση», το η αντί ε λόγω τής συνθέσεως] …   Dictionary of Greek

  • ἐτνήρυσις — soup ladle fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐτνήρυσιν — ἐτνήρυσις soup ladle fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐτνηρύσεως — ἐτνηρύσεω̆ς , ἐτνήρυσις soup ladle fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»