-
1 Ladle
subs.Ar. and P. τορύνη, ἡ, Ar. ἐτνήρυσις, ἡ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Ladle
См. также в других словарях:
ετνήρυσις — ἐτνήρυσις, ἡ (Α) κουτάλα με την οποία ανακατεύουν ή βγάζουν τη σούπα, τον χυλό. [ΕΤΥΜΟΛ. < έτνος «πυκνός ζωμός» + έρυσις «άντληση», το η αντί ε λόγω τής συνθέσεως] … Dictionary of Greek
ἐτνήρυσις — soup ladle fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐτνήρυσιν — ἐτνήρυσις soup ladle fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐτνηρύσεως — ἐτνηρύσεω̆ς , ἐτνήρυσις soup ladle fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)