-
1 ετνήρυσιν
-
2 ἐτνήρυσιν
См. также в других словарях:
ἐτνήρυσιν — ἐτνήρυσις soup ladle fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ετνήρυσιν
2 ἐτνήρυσιν
ἐτνήρυσιν — ἐτνήρυσις soup ladle fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)