-
1 ετνήρυσις
-
2 ἐτνήρυσις
-
3 ἐτνήρυσις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐτνήρυσις
-
4 ετνηρύσεως
-
5 ἐτνηρύσεως
-
6 ετνήρυσιν
-
7 ἐτνήρυσιν
См. также в других словарях:
ετνήρυσις — ἐτνήρυσις, ἡ (Α) κουτάλα με την οποία ανακατεύουν ή βγάζουν τη σούπα, τον χυλό. [ΕΤΥΜΟΛ. < έτνος «πυκνός ζωμός» + έρυσις «άντληση», το η αντί ε λόγω τής συνθέσεως] … Dictionary of Greek
ἐτνήρυσις — soup ladle fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐτνήρυσιν — ἐτνήρυσις soup ladle fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐτνηρύσεως — ἐτνηρύσεω̆ς , ἐτνήρυσις soup ladle fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)