-
1 εσχατιάς
-
2 ἐσχατιᾶς
-
3 εσχατιάς
-
4 ἐσχατιάς
-
5 ἐσχατιά
ἐσχατιά, ἡ, der äußerste Theil, der Rand, die Gränze eines Ortes, z. B. νήσου, Od. 5, 238. 9, 182. 280; λιμένος, die Mündung des Hafens, 2, 391. 10, 96; πολέμου, der entlegenste Theil der Schlacht, die äußersten, hintersten Glieder des Treffens, Il. 11, 524. 20, 328; des Scheiterhaufens, 23, 242. So auch ἀγροῠ, vom entlegensten, fernsten Theile des Landgutes, Od. 4, 517. 5, 489; auch ἐσχατιή allein, ein einzelnes von der Stadt entlegenes Landstück, bes. am Meere od. Gebirge belegenes Landgut, Gränzstück, 14, 104; Her. 6, 107; so auch bei den Attikern ( Harpocr. τὰ πρὸς τοῖς τέρμασι τῶν χωρίων, οἷς γειτνιᾷ εἴτε ὄρος εἴτε ϑάλασσα). Soph. Phil. 144; ἐπ' ἐσχατιᾶς κεκτημένος Plat. Legg. VIII, 842 e; Dem. 42, 5; vgl. Böckh's Staatshh. I p. 68. Bei Theocr. 13, 25 sind ἐσχατιαί abgegränzte Aecker. – Uebertr., die νων Pind. Ol. 3, 45; πρὸς ἐσχατιὰς ὄλβου βάλλετ' ἄγκυραν I. 6, 11; ἀν' ἐσχατιήν Archil. frg. 60; ἐσχατιῇ, endlich, Nic. Th. 437; – ἐσχατιαί = δύσις, Arat. 574.
-
6 ἐπ-οίχομαι
ἐπ-οίχομαι (s. οἴχομαι), hinzu-, herangehen, sich nähern; ohne Casus, ϑάμ' ἐπῴχετο οἰνοχοεύων Od. 1, 143, mit dem Nebenbegriff des Bedienens; πάντοσε ἐποιχόμενος Il. 5, 508; – τινά, an Jem. herantreten, zu ihm gehen, μνηστῆρας Od. 1, 324; angehen mit Bitten, anbetteln, 17, 346. 351; oft von Apollo u. Artemis, οἷς ἀγανοῖς βελέεσσιν ἐποιχόμενος od. ἐποιχομένη κατέπεφνεν, die, annahend mit ihren Geschossen, schnellen u. leichten, schmerzlosen Tod bringen, Apollo den Männern, Artemis den Frauen. Bes. ἔργον ἐπ., ans Werk gehen, esbesorgen, seine Arbeit angreifen, Il. 6, 492 Od. 1, 358; auch absol. so, Il. 5, 720; δόρπον, an die Mahlzeit gehen, sie zubereiten, Od. 13, 34; oft von Frauen, ἱστὸν ἐποι χομένη, an den Webstuhl gehend u. webend, Il. 1, 31 Od. 5, 62, wenn nicht dabei an das bei den Alten übliche Hin- u. Hergehen beim Weben zu denken ist; auch ἃς (γύας καὶ ἀλωὰς) ἐπ. ἔργοισι, bearbeiten, Theocr. 25, 32. – Auch herantreten, um zu mustern, zu überschauen, πάντη Il. 6, 81; στίχας ἀνδρῶν, πάντας ἐπῴχετο, von dem Heerführer, der die Reihen musternd durchgeht, 15, 279. 17, 356, vgl. Od. 4, 451; – ϑεοὺς τραπέζαις ἐποίχεσϑαι, mit Opferschmäusen den Göttern nahen, sie durch Opfer verehren, Pind. Ol. 3, 42; vgl. εὐεργέτην ἀγαναῖς ἀμοιβαῖς ἐποιχομένους τίνεσϑαι, vergelten, P. 2, 24; – ἴϑι καὶ δόμον ἄλλον ἐποίχεο, geh zu einem andern Hause, Theogn. 353; ἃς (ἐσχατιὰς) ἡμεῖς ἔργοισιν ἐποιχόμεϑα πρόπαν ἦμαρ Theocr. 25, 32, das Feld bearbeiten. – Auch c. dat., ἔργῳ Qu. Sm. 12, 343. – Feindlich andringen, darauflosgehen, ἴκρια νηῶν Il. 15, 676; von Pfeilen, οὐρῆας μὲν πρῶτον ἐπῴχετο 1, 50; angreifen, Κύπριν χαλκῷ 5, 330, vgl. 10, 487; Aesch. Ch. 591, u. einzeln bei sp. D.
-
7 εσχατια
ион. ἐσχατιή ἥ тж. pl.1) край, конец, граница, окраина(νήσου Hom.; τῆς οἰκουμένης Her.; sc. τῇς πόλεως Arst.; sc. ἀγροῦ Theocr.): (ἐπ΄) ἐσχατιῇ и ἐπ΄ ἐσχατιῆς Hom. с краю, на краю; ἐσχατιῇ πολέμοιο Hom. в конце поля сражения; ἐπ΄ ἐσχατιῇ λιμένος Hom. в самом устье бухты; τόπον ἐσχατιαῖς (v. l. ἐσχατιᾶς) δέρκου Soph. окинь взором местность до горизонта; αἱ ἐσχατιαὴ τῆς Αἰτωλίδος Her. границы Этолиды
2) предел, верх совершенства(ἐ. ὄλβου Pind.)
πρὸς ἐσχατιὰν ἀρεταῖσιν ἱκάνειν Pind. — достигнуть вершины добродетелей3) окончание, завершение, конецἀν΄ ἐσχατιάν Pind. — наконец
-
8 ἐσχατιά
1 highest point, extremity, extremeπρὸς ἐσχατιὰν Θήρων ἀρεταῖσιν ἱκάνων ἅπτεται οἴκοθεν Ἡρακλέος σταλᾶν O. 3.43
μέλανος ἂν ἐσχατιὰν καλλίονα θανάτου λτ;στείχοι> (supp. Wil.: ἐν codd.) P. 11.56 ἐσχατιαῖς ἤδη πρὸς ὄλβου βάλλετ' ἄγκυραν θεότιμος ἐών (v. l. ἐσχατιὰς) I. 6.13 -
9 πρός
1 prep. c. acc.a to, towardπρὸς ἐσχατιὰν Θήρων ἀρεταῖσιν ἱκάνων ἅπτεται Ἡρακλέος σταλᾶν O. 3.43
πρὸς Πιτάναν δεῖ σάμερον ἐλθεῖν O. 6.28
κοίλαν πρὸς ἄγυιαν θνᾳσκόντων (v. l. ἐς) O. 9.34 “ Νείλοιο πρὸς πῖον τέμενος Κρονίδα” P. 4.56 “ ἐλθόντας πρὸς Αἰήτα θαλάμους” P. 4.160ἔβαν Ἴρασα πρὸς πόλιν P. 9.106
ὅσαις δὲ βροτὸν ἔθνος ἀγλαίαις ἁπτόμεσθα, περαίνει πρὸς ἔσχατον πλόον P. 10.28
θυμέ, τίνα πρὸς ἀλλοδαπὰν ἄκραν ἐμὸν πλόον παραμείβεαι N. 3.26
κατέδρακεν Ἡρακλέος ὀλβίαν πρὸς αὐλάν N. 4.24
βουβόται τόθι πρῶνες ἔξοχοι κατάκεινται πρὸς Ἰόνιον πόρον N. 4.53
Γαδείρων τὸ πρὸς ζόφον οὐ περατόν lying to the west N. 4.69 ἀνὰ δ' ἱστία τεῖνον πρὸς ζυγὸν καρχασίου up to N. 5.51πρὸς ἄκρον ἀρετᾶς ἦλθον N. 6.23
πρὸς Ἴλου πόλιν N. 7.30
ᾤχετο δὲ πρὸς θεόν N. 7.40
( ἀρετά)ἀερθεῖσ' πρὸς ὑγρὸν αἰθέρα N. 8.41
ἀλλ' ἐπέρα ποτὶ μὲν Φᾶσιν θερείαις, ἐν δὲ χειμῶνι πλέων Νείλου πρὸς ἀκτάν I. 2.42
πάντες ἴσᾳ νέομεν ψευδῆ πρὸς ἀκτάν fr. 124. 7. πρὸς Ὄλυμπον Θρ. 7. 15. irregular position:πρὸς δ' ἑταῖροι καρτερὸν ἄνδρα φίλας ὤρεγον χεῖρας P. 4.239
b againstIγέρονθ ὅτι Πρίαμον πρὸς ἑρκεῖον ἤναρε βωμὸν ἐπενθορόντα Pae. 6.114
τέλος δ ἀείραις πρὸς στιβαρὰς ἐπάραξε πλευράς fr. 111. 4. “ δοιὰ βοῶν θερμὰ πρὸς ἀνθρακιὰν στέψαν” (Schr.: δ' εἰς codd., valde corrupti) fr. 168. 2.II in opposition, answer to: againstἄκραντα γαρύετον Διὸς πρὸς ὄρνιχα θεῖον O. 2.88
χλιδῶσα δὲ μολπὰ πρὸς κάλαμον ἀντιάξει μελέων O. 10.84
χρὴ δὲ πρὸς θεὸν οὐκ ἐρίζειν P. 2.88
μὴ πρὸς ἅπαντας ἀναρρῆξαι τὸν ἀχρεῖον λόγον fr. 180. 1.c towards (the time of), aboutπρὸς εὐάνθεμον δ' ὅτε φυὰν O. 1.67
τὸν δὲ σύγκοιτον γλυκὺν παῦρον ἐπὶ γλεφάροις ὕπνον ἀναλίσκοισα ῥέποντα πρὸς ἀῶ P. 9.25
τελέθει πρὸς γῆρας αἰὼν ἡμέρα N. 9.44
d of mental direction, toπρὸς ἡσυχίαν φιλόπολιν τετραμμένον O. 4.16
ὄφρα ἵκωμαι πρὸς ἀνδρῶν καὶ γένος O. 6.24
“ τραχεῖαν ἑρπόντων πρὸς ἔπιβδαν” P. 4.140θυμὸν ἐκδόσθαι πρὸς ἥβαν P. 4.295
πρὸς εὐφροσύναν τρέψαι γλυκεῖαν ἦτορ I. 3.10
πτάμεναι νοήματι πρὸς Ἀφροδίταν (Wil.: ποτ τὰν codd.) fr. 122. 5.e with a view to, with the object ofἀμφ' ἀρεταῖσι πόνος δαπάνα τε μάρναται πρὸς ἔργον κινδύνῳ κεκαλυμμένον O. 5.15
ἄνεται δὲ πρὸς χάριν εὐσεβίας ἀνδρῶν λιταῖς O. 8.8
ἐρεθίζομαι πρὸς ἀυτὰ[ν] I am provoked to song fr. 140b. 14.f in respect of, inὕπατος ἀμφὶ τοκεῦσιν ἔμμεν πρὸς ἀρετάν P. 6.42
ἀγαπατὰ δὲ καιροῦ μὴ πλαναθέντα πρὸς ἔργον ἕκαστον τῶν ἀρειόνων ἐρώτων ἐπικρατεῖν δύνασθαι N. 8.4
g by reference to, according toτῶν νῦν δὲ καὶ Θρασύβουλος πατρῴαν μάλιστα πρὸς στάθμαν ἔβα P. 6.45
2 c. gen. a. of pers., at the hands of, from, byχρὴ πρὸς μακάρων τυγχάνοντ' εὖ πασχέμεν P. 3.103
δυσθρόου φωνᾶς ἀνακρινόμενον ποινὰ τίς ἔσται πρὸς θεῶν P. 4.63
ἀπαθὴς δ' αὐτὸς πρὸς ἀστῶν P. 4.297
ἴστω λαχὼν πρὸς δαιμόνων θαυμαστὸν ὄλβον N. 9.45
καὶ Κλεωναίων πρὸς ἀνδρῶν τετράκις N. 10.42
τετίματαί τε πρὸς ἀθανάτων φίλος I. 4.59
πρὸς δ' Ἀφροδίτας ἀτιμασθεὶς fr. 123. 6. ἥροες ἁγνοὶ πρὸς ἀνθρώπων καλέονται fr. 133. 6.b in the eyes ofὁ γὰρ καιρὸς πρὸς ἀνθρώπων βραχὺ μέτρον ἔχει P. 4.286
c by in prayers, invocations.πρὸς Ὀλυμπίου Διός σε, χρυσέα κλυτόμαντι Πυθοῖ, λίσσομαι με δέξαι Pae. 6.1
ἀλλά σε πρὸς Διός, ἱπποσόα θοάς, ἱκετεύω Pae. 9.7
d under the force of, in the face ofπένθος δὲ πίτνει βαρὺ κρεσσόνων πρὸς ἀγαθῶν O. 2.24
e from τᾶς δὲ Θεοξένου ἀκτῖνας πρὸς ὄσσων μαρμαρυζοίσας δρακείς (Kaibel: ἀκτῖνας ὄσσων, ἀκτῖνας προσώπων codd.) fr. 123. 2.3 c. dat., on atἀψευδεῖ δὲ πρὸς ἄκμονι χάλκευε γλῶσσαν P. 1.86
[ πρὸς τέρμασιν (coni. Boeckh: ἐν codd.) P. 9.114] ἐσχατιαῖς ἤδη πρὸς ὄλβου βάλλετ' ἄγκυραν (v. l. ἐσχατιὰς) I. 6.124 in tmesis. πρὸς ὄμμα βαλὼν χερὶ[ (v. προσβάλλω) Pae. 15.6 -
10 ἀοβράσσω
A throw out froth, like boiling water, and metaph., shake, sift out the bran from the meal, Call.Fr. 232:—[voice] Pass., spirt out, Hp.Nat.Puer.31; to be cast ashore, Thphr.Fr.30.3; .2 metaph., εἰς τὰ τῆς ἐσχατιᾶς ib. 354.II intr., cease to boil, Alciphr.1.23.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀοβράσσω
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский