-
1 έβρασ'
ἔβρασα, βράσσωshake violently: aor ind act 1st sgἔβρασε, βράσσωshake violently: aor ind act 3rd sg -
2 ἔβρασ'
ἔβρασα, βράσσωshake violently: aor ind act 1st sgἔβρασε, βράσσωshake violently: aor ind act 3rd sg -
3 βράσσω
Aἔβρᾰσα Hp.Ep.23
, etc.:—[voice] Pass., [tense] aor.ἐβράσθην Aret.SA1.5
: [tense] pf. βέβρασμαι (v. infr.):—shake violently, throw up, of the sea,σκολόπενδραν.. ἔβρασ' ἐπὶ σκοπέλους AP6.222
(Theodorid.); τὸν πρέσβυν.. ἔβρασε.. εἰς ἠϊόνα ib.7.294 (Tull.Laur.): —[voice] Pass., ὀστέα.. βέβρασται.. τῇδε παρ' ἠϊόνι ib. 288 (Antip.), cf. Opp. H.1.779; boil, of surf, A.R.2.323, Opp.H.3.476; β. ὑπὸ γέλωτος shake with laughter, Luc.Eun.12.4 βράττειν· πληθύνειν, βαρύνειν, Hsch. -
4 ἀοβράσσω
A throw out froth, like boiling water, and metaph., shake, sift out the bran from the meal, Call.Fr. 232:—[voice] Pass., spirt out, Hp.Nat.Puer.31; to be cast ashore, Thphr.Fr.30.3; .2 metaph., εἰς τὰ τῆς ἐσχατιᾶς ib. 354.II intr., cease to boil, Alciphr.1.23.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀοβράσσω
-
5 ἐκβράζω
A throw out, cast on shore,ἐ. ποταμὸς περὶ τὰ χείλη χρυσίον Arist.Mir. 833b16
; of the sea, D.S.14.68, etc. ; ἑαυτὸν ἐκβράσαι, of a dolphin, Ael.NA6.15 :— [voice] Pass.,τὰ ἐκ τῆς θαλάσσης -βρασσόμενα βρυώδη Gp.2.22.2
; of ships, to be cast ashore,ἐς Κασθαναίην ἐξεβράσσοντο Hdt.7.188
, cf. 190, Ath. 6.259b; of persons, Plu.2.294f.III expel, drive out, LXXNe.13.28, 2 Ma.1.12 : metaph.,ὁ θυμὸς ἐ. τῆς ψυχῆς ἀκόλαστα ῥήματα Plu.2.456c
.IV intr. in [voice] Act., boil over, of water, Apollod.1.6.3 ; pullulate, of shoots,ἐκ μιᾶς ῥίζης Gp.2.6.28
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκβράζω
См. также в других словарях:
βράζω — έβρασα, βράστηκα, βρασμένος 1. μτβ., υποβάλλω σε βρασμό, ψήνω: Βράζω πάντα το γάλα πριν το πιω. 2. αμτβ., κοχλάζω, ψήνομαι: Το νερό βράζει στους εκατό βαθμούς Κελσίου. 3. βρίσκομαι στη ζύμωση, ζυμώνομαι: Ο μούστος βράζει. 4. μτφ., θυμώνω πολύ:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἔβρασ' — ἔβρασα , βράσσω shake violently aor ind act 1st sg ἔβρασε , βράσσω shake violently aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξεβράζω — (για τη θάλασσα) ρίχνω στη στεριά, εκβράζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐξ έβρασα (βλ. και λ. ξ[ε] ) αόρ. τού ἐκβράζω «βγάζω έξω στη στεριά»] … Dictionary of Greek
σπάω — σπῶ, άω, ΝΜΑ νεοελλ. βλ. σπάζω μσν. αρχ. 1. ανασπώ, βγάζω από τη θήκη (α. «ξίφος σπάσαντα», Ευρ. β. «φάσγανον σπάσας χερί», Ευρ.) 2. προκαλώ συστροφή ή σπασμό αρχ. 1. τραβώ προς το μέρος μου και αποσπώ, κόβω («σπασάμην ῥῶπάς τε λύγους τε», Ομ. Οδ … Dictionary of Greek
βράζω — βράζω, έβρασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής