-
21 ἐπικαλύπτω
A cover over, cover up, shroud, κακὸν δ' ἐπὶ κῶμα καλύπτει v.l. in Hes.Th. 798; of snow covering a track, X. Cyn.8.1;ἐ. τὴν ἀπορίαν Pl.Chrm. 169d
;τοὺς ὀφθαλμούς Sor.1.106
:— [voice] Pass., to be covered over, veiled,ἡ ἐπωνυμία ἐπικεκάλυπται Pl.Cra. 395b
; ἐπικαλύπτεσθαι τὸν νοῦν πάθει ἢ ὕπνῳ is darkened, obscured, Arist. de An.429a7.II. put as a covering over,βλεφάρων φᾶρος E.HF 642
codd. (lyr.):—[voice] Pass., τῶν βλεφάρων -κεκαλυμμένων when the eyelids are drawn down, Arist.Sens. 437a25.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπικαλύπτω
-
22 ἐπικρύπτω
Aἐπέκρῠφον Q.S.7.235
(v.l. ἀπ-):— throw a cloak over, conceal,χεῖρας φονίας A.Eu. 317
(lyr.);τὴν βούλησιν τοῦ ὀνόματος Pl.Cra. 421b
; f.l.for ἔπη κρύπτειν, E.Supp. 296:—freq. in [voice] Med., disguise,κἀπικρύψασθαι κακά S.Fr.88.12
(v.l.); τὰς αὑτοῦ τύχας.. τοὐπικρύπτεσθαι ;ἐ. τὴν αὑτοῦ ἀπορίαν Pl.La. 196b
, cf. Prt. 346b;τἀληθῆ D.17.17
: abs., ἐπικρυπτόμενος with concealment or secrecy, X.An.1.1.6; ;πρὸς τοὺς πολλοὺς τὴν δεινότητα Plu.Per.4
; ἐ. τινά τι conceal a thing from one, Plb.3.75.1; alsoἐ. τινὰ ὡς.. Pl.Tht. 180d
; ὅτι οὐχ ; disguise, conceal one's purpose, τῶν πεντακισχιλίωντῷ ὀνόματι Th.8.92
;ἐσθῆτι θεράποντος Plu.Caes.38
:—[voice] Pass., to be concealed, Arist.Pol. 1278a39.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπικρύπτω
-
23 ἐπισυνδέω
A bind on top, Aen.Tact.37.9 : metaph., τὴν ἀπορίαν ἐ. μᾶλλον 'tie the knot tighter', Thphr.CP2.17.7.2 connect, as words in a sentence, A.D.Adv.133.26:—[voice] Med., ἐπισυνδέοιτο <ἂν> τὰ τῆς κοινωνίας Hierocl.p.62A.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπισυνδέω
-
24 ἐφόδιον
A supplies for travelling, money and provisions, esp. of an army, ἐπόδια δοῦναι, λαβεῖν, Hdt.4.203, 6.70; ; of an ambassador's travelling-allowance,ἐφόδι' οὐκ ἔχω Ar.Ach.53
, cf. Men.Pk. 160;ἐφόδι' ἀναλίσκειν D.19.311
, cf. BCH6.25 (Delos, ii B. C.): sg. in PSI 4.363.17 (iii B. C.): generally, ways and means, maintenance,ἐφόδια τῷ γήρᾳ ἱκανά D.49.67
, cf. Ar.Pl. 1024;τὰ τῆς φυγῆς ἐ. Aeschin.1.172
, Plu.Arat.6; τὰ ἐ. τοῦ πολέμου the sinews of war, Arist.Rh. 1411a12;ἐφόδια τοῖς ἵπποις And.4.30
; of public money, ; in phys. sense, τὰ ἐν σώματι ὑπάρχοντα ἐ. Arist.Pr. 871b24.2 less freq. in sg.,εὐσεβὴς βίος μέγιστον ἐ. Epich. [261]
;ἀργύριόν τι ῥητὸν ἔχοντας ἐ. Th.2.70
;οὐκ ἔχων.. εἰ μὴ παῖδα καὶ ὅσον ἐ. X.An.7.3.20
; , cf. SIG390.58 (iii B. C.): metaph.,εἰς τὴν εὔνοιαν Hyp. Epit.27
;ἡ χηστότης.. θαυμαστὸν ἐ. βίῳ Men.472
, cf. 360, 792;πρὸς εὔνοιαν Phld.Lib.p.180
.;τὴν Ἰλιάδα τῆς πολεμικῆς ἀρετῆς ἐ. νομίζων Plu.Alex.8
;τὴν σωφροσύνην ἐ. εἰς τὸ γῆρας ἀποτίθεσθαι Id.2.8c
;ἐ. παιδείας ὁ πλοῦτος Artem.4.67
.3 metaph., = ἀφορμή, D.34.35, Hyp.Eux.19;εἰς τὸ ἐπιβουλεύειν Sor.1.3
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐφόδιον
-
25 ὑπογράφω
A write under an inscription, subjoin or add to it, τῇ στήλῃ ὑ. ὅτι οὐκ ἐνέμειναν τοῖς ὅρκοις" Th.5.56;τὰς πόλεις.. ὧν εἷς ἕκαστός ἐστιν IG22.237.34
; ὁ ὑπογεγραμμένος the undermentioned, CIG 1957g (Maced.), cf. PTeb.61 (a).10, al. (ii B. C.);ἐπὶ τῶν ὑπογεγραμμένων μαρτύρων PAvrom.1
A 7 (i B. C.; but κατὰ τὰ ὑπογεγραμμένα as has been indicated (above), PCair.Zen. 173.10 (iii B. C.), v. infr. 11.4).2 sign, subscribe,τὸ ψήφισμα αὐτοῦ ὑπέγραψα Hyp.Eux.30
, cf. PTeb. 35.11 (ii B. C.):—[voice] Med., ὑ. τὰς καταβολάς sign and so make oneself liable for the payment, D.Ep.3.40; τοὺς ἵππους ἰδίους ὑ. signed his name as their owner, D.S.13.74 codd. (better ἀπεγράψατο as Peiresc and Plu.Alc.12); ὑπογράψας ἐπιβουλεῦσαί με having accused me of plotting, D.37.23 (v.l. in 23.220); ὑ. κρίσεις τινί lodge accusations against one, Plb.22.4.6 (s. v.l.);ὑ. τὴν ἀντωμοσίαν κατά τινος Them.Or.26.313c
; bring an accusation against one, .II write under, i.e. trace letters for children to write over,οἱ γραμματισταὶ τοῖς μήπω δεινοῖς γράφειν τῶν παίδων ὑπογράψαντες γραμμὰς τῇ γραφίδι Pl.Prt. 326d
: metaph., ἡ πόλις νόμους ὑ. traces out laws as guides of action, ibid., cf. Lg. 734e: abs., πάντα ὑ. τῷ πράττειν give all directions for acting, ib. 711b; ᾗ ἡμεῖς ὑ. as we sketched out, Id.Tht. 171e: folld. by relat. clause, τοὺς.. ὑπογράψαντας τίνα τρόπον .. Phld.Mus.p.86 K.2 trace in outline, sketch out,οἱ γραφεῖς ὑπογράψαντες ταῖς γραμμαῖς οὕτως ἐναλείφουσι τοῖς χρώμασι τὸ ζῷον Arist.GA 743b24
;καθάπερ ζωγράφον ὑ. ἔργα Pl.Lg. 934c
;ὡς λόγῳ σχῆμα πολιτείας ὑπογράψαντα μὴ ἀκριβῶς ἀπεργάσασθαι Id.R. 548c
;ὑ. τοῖς ἐξεργάζεσθαι καὶ διαπονεῖν δυναμένοις Isoc.5.85
; sketch,τὸ σχῆμα τῆς Σικελίας Plu.Nic.12
; mark on a map,πόλεις Ptol.Geog.1.18.5
:—[voice] Med., οἷον δή τις ναυπηγὸς.. καταβαλλόμενος τὰ τροπιδεῖα ὑπογράφεται τῶν πλοιων σχήματα has their forms traced out, Pl.Lg. 803a;ὑ. τὸ σχῆμα τῆς πολιτείας Id.R. 501a
;ὑ. σκιάν Poll. 7.129
(v.l.):—[voice] Pass., τὰ ὑπογεγραμμένα the symptoms described, Hp. Epid.1.3, cf. 19, Phld.Piet.19.3 σπληνίσκος ὑπογεγραμμένος ἱππέα with an outline sketch of a horseman upon it, Michel 832.24 (Samos, iv B. C.).4 metaph. senses taken from 11.1, 11.2, trace, indicate,τοῖς τιμιωτέροις ὑπέγραψεν ἡ φύσις τὴν βοήθειαν Arist.PA 658a23
;τὰς δύο φλέβας.. ἡ φύσις ὑπέγραψεν Id.GA 740a28
; ; ὑπογράφων αὐτῷ μεγάλας ἐλπίδας hinting at.., Plb.5.36.2, cf. 5.62.1, Aët.9.42;ἐλπίδα παραιτήσεως ὑπογράφει θεῶν διὰ τιμῆς Epicur.Ep.3p.65U.
; τὴν αὐτὴν ἀπορίαν ὑπογράφουσιν present or suggest the same problem, Str.17.1.34; indicate,τὸν χαρακτῆρα τῆς λέξεως D.H.Dem.40
;τὴν μετὰ κίσσαν ἐπιμέλειαν Sor.1.54
: c. dupl. acc.,νομάδας αὐτοὺς ὑπογράφων Str.1.1.6
:—[voice] Pass., was traced,Epicur.
Ep.3p.59U.; μέχρι τοῦ πρῶτον ὑπογραφέντος αὐτοῖς χνοῦ till the first signs of their beard appeared, Luc.Am.10.5 [voice] Med., describe generally,ὑ. τὴν διόρθωσιν τοῦ νόμου D.S.12.18
:— [voice] Pass., τύπῳ.. ὑπογεγράφθω περὶ ψυχῆς (impers.) Arist.de An. 413a10, cf. SE 181a2.III [voice] Med., ὑ ἑαυτῷ εἰς μνήμην c. inf., make a memorandum that.., App.Pun. 136.IV [voice] Med., pledge, mortgage,ὑπογράψονται τὼς χώρως Tab.Heracl.1.149
.V ὑπογράφειν or - γράφεσθαι τοὺς ὀφθαλμούς paint under the eyelids, Nic. Dam.4 J., J.BJ4.9.10, Poll.5.102, Luc.Bis Acc.31;ὑπεγέγραπτο τοὺς ὀφθαλμούς Ath.12.529a
: abs.,ὑπογεγραμμένη Ar.Fr. 880
, Hsch.; cf. ,ὑπόγραμμα 11
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπογράφω
-
26 ὤνιος
A to be bought, for sale, Epich. 71; πῶς ὁ σῖτος ὤ.; how's corn selling? Ar.Ach. 758, cf. Eq. 480: c. gen. pretii,αἵματος ἡ ἀρετὴ ὠ. Aeschin.
l.c.; τῆς οὐσίας γάρ εἰσιν.. ὤνιοι (sc. ἰχθύες) Alex.76.7;θανάτου γάρ ἐστιν ὤνιον Men.366
, cf. Phld.Mus.p.67K.;οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια Plu.2.135b
; ἐς ὤνιον ἐλθεῖν come to market, Thgn.127 (dub. cj., ὥριον codd.); ὤνιον εἶναι to be on sale, Pl.Lg. 848a;οὗ ὁ οἶνος ὤνιος Is.6.20
;οὗ τὰ βιβλἴ ὤνια Eup.304
;εἰς Ῥώμην ὤνιος ἤχθη Plu.Crass. 8
;οἰκέτας ὠνίους ἐξάγειν Id.2.680e
; Ἀττικὰς ἰσχάδας ὠνίους κομισθείσας commercially imported Attic figs, ib.173c; ἴστε ὀρόβους ὄντας ὠνίους, prov. of great distress, D.22.15;τὰ ὤ.
goods for sale, marketwares,X.
Cyr.1.2.3, Lys.22.16, D.8.67;τὴν ἀγορὰν τῶν ὠνίων SIG 799.22
(Cyzicus, i A. D.), cf. Wilcken Chr. 41 iii 31 (iii A. D.).2 of a venal magistrate,τοῦ στρατηγοῦ ὠνίου ὄντος Din.1.20
;διὰ τὴν ἀπορίαν ὤνιοι Arist.Pol. 1270b10
; soἀρχαιρεσίαι ὤ. Plu.Cat.Mi. 21
.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀπορίαν — ἀπορίᾱν , ἀπορία being fem acc sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
недооумѣниѥ — НЕДООУМѢНИ|Ѥ (32), ˫А с. 1. Незнание, непонимание; недоумение: лѣности ради и недѹмѣньѧ. повиньни суть суду КР 1284, 295а; ни бо всѣмъ все съвершено тщаниѥ. или недоѹмѣниѥ силы прити въ пристанище се. (δί... ἀπορίαν) ПНЧ 1296, 118; || сомнение,… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
μένω — (ΑM μένω, Α και μίμνω) 1. στέκομαι σταθερά στην ίδια θέση, παραμένω σε έναν τόπο (α. «μείνε εκεί που είσαι» β. «καὶ τὸ ἐν τῄ ἠπείρῳ στρατόπεδον τῶν Πελοποννησίων κατὰ χώραν ἔμενεν», Θουκ.) 2. διαμένω, παραμένω, διατρίβω, κατοικώ, έχω μόνιμη ή… … Dictionary of Greek
недомышлениѥ — НЕДОМЫШЛЕНИ|Ѥ (8*), ˫А с. 1. Недомыслие, безрассудство: и не пребы(с) вънѹтрь недомышление ѥго ни приглашено бы(с), но извержесѧ и, къ дѣлѹ злаго пришедъ все ѥмѹ добродѣтельѥ истли (ἡ ἀπόνоια) ГА ХIII–XIV, 102б. 2. Затруднение: аще ли не възможе… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
недооумѣти — НЕДООУМѢ|ТИ (34), Ю, ѤТЬ гл. 1.Не понимать чего л., быть в состоянии недоуме ния: Ис(с)ѹ же бывшю въ вифаньи… пристѹпи к немѹ жена имѹщи алавастръ мѹра… и изли˫а на главѹ ѥмѹ… видѣвше же ѹч҃нци || ѥго негодоваша [по поводу ее расточительства]… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
επινομοθετώ — ἐπινομοθετῶ, έω (Α) [νομοθετώ] εισάγω πρόσθετους νόμους («ἐπινομοθετούντων καὶ τῶν ἄλλων ὁπόσα ἂν ὁ νόμος ἐκλείπῃ δι’ ἀπορίαν», Πλάτ.) … Dictionary of Greek
επισυνδέω — ἐπισυνδέω (Α) 1. συνδέω στην κορυφή («ἐπισυνδεῑν ἄλλα ξύλα») 2. κάνω κάτι περίπλοκο, μπερδεύω περισσότερο («ταῡτα μὲν οὖν οὐ λύει τὴν ἀπορίαν, ἀλλ’ ἐπιξυνδεῑ μᾱλλον», Θεόφρ.) 3. συναρμόζω, συνταιριάζω 4. μέσ. ἐπισυνδέομαι βρίσκομαι σε στενή σχέση … Dictionary of Greek
λύση — (Βιολ.). Η διάλυση, η ρήξη ή η καταστροφή των κυττάρων, των μικροοργανισμών ή των πολυκύτταρων οργανισμών γενικότερα, λόγω της επίδρασης διαφόρων φυσικών, χημικών ή βιολογικών παραγόντων. Η λ. των κυττάρων μερικές φορές παρουσιάζεται ως αυτόλυση … Dictionary of Greek
παραμυθία — Μεγάλος ημιορεινός δήμος (υψόμ. 300 μ.) στην πρώην επαρχία Σουλίου του νομού Θεσπρωτίας. Η Π. βρίσκεται χτισμένη στους πρόποδες της κορυφής Koρύλας των βουνών της Παραμυθιάς. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (28 τ. χλμ.,), στον οποίο ανήκουν 22… … Dictionary of Greek
προσεπιτείνω — ΜΑ [ἐπιτείνω] τονίζω ακόμη πιο έντονα (α. «προσεπιτείνει δὲ τὴν εἰς τὸν τόπον ἀπορίαν καὶ ὁ Ἰωάννης», Ωριγ. β. «ὁ προφήτης προσεπιτείνει λέγων ὅτι...», Ωριγ) αρχ. 1. στενοχωρώ ακόμη περισσότερο 2. καθιστώ ακόμη κάτι πιο ισχυρό 3. επιβάλλω… … Dictionary of Greek
συνελαύνω — ΜΑ, ομηρ. και αττ. τ. ξυνελαύνω Α [ἐλαύνω] παρορμώ, παρακινώ αρχ. 1. οδηγώ μαζί προς ένα μέρος («συνελάσσας εἰς τὰ ἱππάσιμα χωρία τὰ θηρία», Ξεν.) 2. σύρω ορμητικά προς ένα μέρος μαζί 3. (σχετικά με τα δόντια) χτυπώ («σὺν δ ἤλασ ὀδόντας», Ομ.… … Dictionary of Greek