-
1 ἐπικρύπτω
Aἐπέκρῠφον Q.S.7.235
(v.l. ἀπ-):— throw a cloak over, conceal,χεῖρας φονίας A.Eu. 317
(lyr.);τὴν βούλησιν τοῦ ὀνόματος Pl.Cra. 421b
; f.l.for ἔπη κρύπτειν, E.Supp. 296:—freq. in [voice] Med., disguise,κἀπικρύψασθαι κακά S.Fr.88.12
(v.l.); τὰς αὑτοῦ τύχας.. τοὐπικρύπτεσθαι ;ἐ. τὴν αὑτοῦ ἀπορίαν Pl.La. 196b
, cf. Prt. 346b;τἀληθῆ D.17.17
: abs., ἐπικρυπτόμενος with concealment or secrecy, X.An.1.1.6; ;πρὸς τοὺς πολλοὺς τὴν δεινότητα Plu.Per.4
; ἐ. τινά τι conceal a thing from one, Plb.3.75.1; alsoἐ. τινὰ ὡς.. Pl.Tht. 180d
; ὅτι οὐχ ; disguise, conceal one's purpose, τῶν πεντακισχιλίωντῷ ὀνόματι Th.8.92
;ἐσθῆτι θεράποντος Plu.Caes.38
:—[voice] Pass., to be concealed, Arist.Pol. 1278a39.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπικρύπτω
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский