-
61 ερωτικώτατος
-
62 ἐρωτικώτατος
-
63 ερωτικώτερα
-
64 ἐρωτικώτερα
-
65 ερωτικώτεραι
-
66 ἐρωτικώτεραι
-
67 ερωτικώτερος
-
68 ἐρωτικώτερος
-
69 ἐρωτιάς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐρωτιάς
-
70 ἐρωτιάς
ἐρωτιάς, άδος, ἡ, fem. zu ἐρωτικός, Νύμφαι, Nymphen in dem Bade Eros -
71 ἔραμαι
Grammatical information: v.Meaning: `desire, love' (Il.)Other forms: lengthened form ἐράασθε Π 208 (cf. Chantraine Gramm. hom. 1, 83); Ion.-Att. ἐράω; aor. ἐράσ(σ)ασθαι, ἐρασθῆναι, fut. ἐρασθήσομαι (ep. Ion.)Derivatives: Verbal adj. ἐρατός `desired, loved' (Il.) with Έρατώ f. name of one of the Muses (Hes.) and ἐρατίζω `desire' (Λ 551); lengthened form ἐρατεινός `lovely' (Il.; after the adjectives in - εινός, e. g. ἀλγεινός; ποθεινός; Pi.); on ἐραστός s. below. - Beside it ἔρως (Il.), gen. etc. - ωτος m. (Hdt., Pi.), ep. also ἔρος m. `(carnal)love', personif. `the god of Love', with several derivv.: beside the hypocoristica Έρώτ-ιον, - άριον, - ίσκος, - ιδεύς further ἐρωτικός `belonging to love' (Att.), ἐρωτύλος `lovely, darling', ἐρωτίς f. `id.' (Theoc.); ἐρωτ-ιάδες ( Νύμφαι; AP); ἐρωτίδια (- εια, - αια) `Eros-feast' (Ath., inscr.); denomin. verb ἐρωτ-ιάω `be ill of love' (Hp.). From ἔρος: ἐρόεις (Hes., h. Hom.); cf. Treu Von Homer zur Lyrik 245. - From a stem ἐρασ-: Aeol. ἐραννός `lovely, charming' \< *ἐρασ-νός ( Il.), ἐράσμιος `id.' (Semon., Anakr.; vgl. Schwyzer 493 n. 10, Chantraine Formation 43), ἐραστής `lover' (Ion.-Att.), also in compp., e. g. παιδ-εραστής (vgl. Fraenkel Nom. ag. 2, 33 and 86), f. ἐράστρια (Eup.); ἐραστός = ἐρατός (Att. etc.); denomin. verb ἐραστεύω = ἐράω (A. Pr. 893 [lyr.]). - The frquent σ-formations, which are hardly all analogical, point to an original σ-stem ἔρως, ἔρασ- (like γέλως, γέλασ-), which was lengthened with - τ-, c.q. passed in an ο-stem (further see Schwyzer 514 n. 4).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: No etymology. So Pre-Greek?Page in Frisk: 1,547Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἔραμαι
См. также в других словарях:
ἐρωτικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερωτικός — ή, ό (AM ἐρωτικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον έρωτα, αυτός που προέρχεται από έρωτα («ερωτική λύπη») 2. αυτός που εκφράζει έρωτα («ερωτική επιστολή») 3. ο επιρρεπής στον έρωτα, αυτός που εύκολα και επιπόλαια ερωτεύεται μσν.… … Dictionary of Greek
ερωτικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που αναφέρεται στον έρωτα ή τους ερωτευμένους. 2. αυτός που εκφράζει έρωτα ή που ασχολείται μ αυτόν: Ερωτική επιστολή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ερωτικός, Θεόφιλος — (11ος αι.). Βυζαντινός στρατηγός. Ο Ε., επικεφαλής βυζαντινών στρατευμάτων, επιχείρησε να καταστείλει επανάσταση στη Σερβία, αλλά αποκρούστηκε το 1040 από τον Σέρβο ηγεμόνα Στέφανο Βοϊσθλαύο. Το 1043 διορίστηκε από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Θ’… … Dictionary of Greek
ἐρωτικά — ἐρωτικός of neut nom/voc/acc pl ἐρωτικά̱ , ἐρωτικός of fem nom/voc/acc dual ἐρωτικά̱ , ἐρωτικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρωτικώτερον — ἐρωτικός of adverbial comp ἐρωτικός of masc acc comp sg ἐρωτικός of neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρωτικῶν — ἐρωτικός of fem gen pl ἐρωτικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρωτικόν — ἐρωτικός of masc acc sg ἐρωτικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρωτικώτατα — ἐρωτικός of adverbial superl ἐρωτικός of neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρωτικώτατον — ἐρωτικός of masc acc superl sg ἐρωτικός of neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρωτικαῖς — ἐρωτικός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)