-
1 érotique
ερωτικός -
2 amatory
ερωτικός -
3 amorous
ερωτικός -
4 şehevi
ερωτικός, σαρκικός -
5 эротический
επ.1. ερωτικός, αισθησιακός• ηδυπαθής, φιλήδονος.2. παλ. ερωτικός της αγάπης•-ая поэзия ερωτική ποίηση•
эротический эпизод ερωτικό επεισόδιο.
-
6 любовный
любовн||ыйприл1. ἐρωτικός:\любовныйый взгляд τό ἐρωτικό βλέμμα· \любовныйая связь ὁΙ ἐρωτικές σχέσεις· \любовныйая записка τό ραβασάκι·2. (внимательный, любящий) προσεκτικός, στοργικός:\любовныйое отношение к делу ἡ στοργή (или ἡ φροντίδα) γαά κάτι. -
7 эротический
эрот||ическийприл ἐρωτικός. -
8 erotic
[i'rotik](of, or arousing, sexual love or desire.) ερωτικός -
9 sexual
['sekʃuəl]adjective (concerned with the production of young or children: the sexual organs.) γεννητικός/ερωτικός -
10 любовный
[λγιουμπόβνυΐ] εκ. ερωτικός -
11 любовный
[λγιουμπόβνυΐ] εκ. ερωτικός -
12 эротический
[ερατίτσισκιϊ] εκ. ερωτικός -
13 любовный
[λγιουμπόβνυϊ] επ ερωτικός -
14 любовный
[λγιουμπόβνυϊ] επ ερωτικός -
15 эротический
[ερατίτσισκιϊ] επ ερωτικός -
16 влюблённый
επ., βρ: -лен, -лена, -лен1. ερωτευμένος.2. ερωτικός•влюблённый взгляд, взор ερωτική ματιά, ερωτικό βλέμμα.
3. ουσ. ο αγαπητικός, ο ερωμένος.4. γοητευμένος•он -лен в эту картину αυτός ερωτεύτηκε αυτήν την εικόνα.
-
17 любовный
επ.1. ερωτικός•-ое письмо ερωτικό γράμμα, ραβασάκι•
-ые дела ερωτικές υποθέσεις•
-ые песни ερωτικά τραγούδια•
-ая записка ραβασάκι•
-ая связь ερωτικές σχέσεις (δεσμοί)•
любовный взгляд ερωτικό βλέμμα•
бред ερωτικό παραλήρημα.
2. παλ. φίλτρο•-ое напиток πιοτό για έμπνευση έρωτα (φίλτρο).
-
18 любящий
επ. από μτχ.αυτός που αγαπά•-ая мать η μάνα που αγαπά•
отец любящий детей ο πατέρας που αγαπά τα παιδιά.
|| ερωτικός, ερωτευμένος•любящий взгляд ερωτική ματιά.
-
19 Amatory
adj.P. ἐρωτικός.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Amatory
-
20 Amorous
adj.P. ἐρωτικός, V. φιλογάμος (Eur., I.A. 392).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Amorous
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἐρωτικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερωτικός — ή, ό (AM ἐρωτικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον έρωτα, αυτός που προέρχεται από έρωτα («ερωτική λύπη») 2. αυτός που εκφράζει έρωτα («ερωτική επιστολή») 3. ο επιρρεπής στον έρωτα, αυτός που εύκολα και επιπόλαια ερωτεύεται μσν.… … Dictionary of Greek
ερωτικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που αναφέρεται στον έρωτα ή τους ερωτευμένους. 2. αυτός που εκφράζει έρωτα ή που ασχολείται μ αυτόν: Ερωτική επιστολή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ερωτικός, Θεόφιλος — (11ος αι.). Βυζαντινός στρατηγός. Ο Ε., επικεφαλής βυζαντινών στρατευμάτων, επιχείρησε να καταστείλει επανάσταση στη Σερβία, αλλά αποκρούστηκε το 1040 από τον Σέρβο ηγεμόνα Στέφανο Βοϊσθλαύο. Το 1043 διορίστηκε από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Θ’… … Dictionary of Greek
ἐρωτικά — ἐρωτικός of neut nom/voc/acc pl ἐρωτικά̱ , ἐρωτικός of fem nom/voc/acc dual ἐρωτικά̱ , ἐρωτικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρωτικώτερον — ἐρωτικός of adverbial comp ἐρωτικός of masc acc comp sg ἐρωτικός of neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρωτικῶν — ἐρωτικός of fem gen pl ἐρωτικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρωτικόν — ἐρωτικός of masc acc sg ἐρωτικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρωτικώτατα — ἐρωτικός of adverbial superl ἐρωτικός of neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρωτικώτατον — ἐρωτικός of masc acc superl sg ἐρωτικός of neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρωτικαῖς — ἐρωτικός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)