-
1 Έραστος
-
2 Ἔραστος
-
3 εραστός
-
4 ἐραστός
-
5 ἐραστός
ἐραστός, ή, όν, = ἐρατός, geliebt, erwünscht; liebenswürdig, anmuthig, reizend, ἔστιν ἐραστὸν τὸ τῷ ὄντι καλόν Plat. Conv. 204 c; Phaedr. 250 d u. Sp.; ἐραστότερα Strat. 39 (XII, 197); – zur Liebe geneigt, verliebt, wie man Simonds. 57 (V, 159) erkl.; Luc. Philops. 15; ἐραστὸν βλέπειν, einen verliebten Blick haben, Heliod. 7, 10.
-
6 εραστος
-
7 ἐραστός
ἐραστός, ή, όν, geliebt, erwünscht; liebenswürdig, anmutig, reizend; zur Liebe geneigt, verliebt; ἐραστὸν βλέπειν, einen verliebten Blick haben -
8 Ἔραστος
Ἔραστος, ου, ὁ Erastus (the name is found in lit. and ins; s. SIG 838, 6).① a Christian at Corinth, designated as οἰκονόμος τῆς πόλεως city treasurer Ro 16:23. A Lat. ins fr. Corinth, published in the lit. quoted below, mentions an official named Erastus.② a companion of Paul Ac 19:22; 2 Ti 4:20.—FdeWaele, Erastus: Mededeelingen van het Nederlandsch Hist. Inst. te Rome 9, 1929, 40–48; HCadbury, E. of Cor.: JBL 50, ’31, 42–58; WMiller, Who was E.?: BiblSacra 88, ’31, 342–46; Hemer, Acts 235, 260 n. 32; Boffo, Iscrizioni no. 43; BHHW I 422.—LGPN I. M-M. -
9 Ἔραστος
{собств., 3}Христианин из Коринфа и сотрудник ап. Павла, последовавший за ним в Эфес (Деян. 19:22; Рим. 16:23; 2Тим. 4:20). Был послан в Македонию и затем, очевидно, вернулся в Коринф.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > Ἔραστος
-
10 Έραστος
{собств., 3}Христианин из Коринфа и сотрудник ап. Павла, последовавший за ним в Эфес (Деян. 19:22; Рим. 16:23; 2Тим. 4:20). Был послан в Македонию и затем, очевидно, вернулся в Коринф.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > Έραστος
-
11 Ἔραστος
Ераст (1. христианин в Коринфе, городской казнохранитель; 2. сотрудник ап. Павла).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > Ἔραστος
-
12 Ἔραστος
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > Ἔραστος
-
13 ἐραστός
A = ἐρατός, beloved, lovely, in Prose the usual form, Pl.Smp. 204c, Phdr. 250d ; also in [Simon.] 178.1 ;τόνδε δρόμον ποίησεν ἐραστόν IG12.817
: [comp] Comp., AP12.197 (Strat.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐραστός
-
14 πολυ-έραστος
πολυ-έραστος, vielgeliebt; Xen. Ages. 6, 8; Poll.
-
15 φιλ-έραστος
-
16 δυς-έραστος
δυς-έραστος, der Liebe ungünstig, ὄρϑρος Mel. 81. 82 (V, 172. 173).
-
17 ἀξι-έραστος
ἀξι-έραστος, liebenswürdig, Xen. Symp. 8, 14; auch Sp., z. B. Plut. adv. St. 27.
-
18 ἀν-έραστος
ἀν-έραστος, 1) nicht geliebt, Luc. D. Mort. 6. – 2) nicht liebend, ohne Liebe, βίος Alph. 1 (XII, 18); Ζεύς Pallad. 3 (V, 257); ἀν. γίγνεσϑαί τινος, die Liebe zu Einem verlieren, Luc. merc. cond. 7; oft Plut.; lieblos, hart, superlat., Callim. 7 (XII, 148); Luc. Tim. 14 δεσπότης, unliebenswürdig; Plut.
-
19 ἐπ-αξι-έραστος
ἐπ-αξι-έραστος, liebenswürdig, Philo.
-
20 ἐπ-έραστος
ἐπ-έραστος, beliebt, liebenswürdig; κόρη Luc. Tim. 17; Agath. 22 (v, 299); vgl. ἐπήρατος.
См. также в других словарях:
ἐραστός — beloved masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἔραστος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εραστός — I Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ήταν μαθητής του Αποστόλου Παύλου και οικονόμος της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων. Διετέλεσε επίσκοπος της Πονεάδας. Η μνήμη του τιμάται στις 10 Νοεμβρίου. II (4ος αι. π.Χ.). Φιλόσοφος. Οπαδός της Ακαδημίας,… … Dictionary of Greek
ἐραστόν — ἐραστός beloved masc acc sg ἐραστός beloved neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐραστοί — ἐραστός beloved masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐραστούς — ἐραστός beloved masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐραστή — ἐραστός beloved fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐραστῶς — ἐραστός beloved adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐραστῷ — ἐραστός beloved masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐραστότερα — ἐραστός beloved neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐράστου — Ἔραστος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)