Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἐρυθρίασις

См. также в других словарях:

  • ἐρυθρίασις — ruddiness fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρυθριάσει — ἐρυθρίασις ruddiness fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἐρυθριάσεϊ , ἐρυθρίασις ruddiness fem dat sg (epic) ἐρυθρίασις ruddiness fem dat sg (attic ionic) ἐρυθριά̱σει , ἐρυθριάω blush aor subj act 3rd sg (attic epic doric) ἐρυθριά̱σει , ἐρυθριάω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρυθριάσεις — ἐρυθρίασις ruddiness fem nom/voc pl (attic epic) ἐρυθρίασις ruddiness fem nom/acc pl (attic) ἐρυθριά̱σεις , ἐρυθριάω blush aor subj act 2nd sg (attic epic doric) ἐρυθριά̱σεις , ἐρυθριάω blush fut ind act 2nd sg (attic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρτηρίασις — ἀρτηρίασις, η (Μ) η βρογχίτις*. [ΕΤΥΜΟΛ. < *αρτηριώ ( άω), που ανήκει στα ρήματα που δηλώνουν ασθένεια (πρβλ. ψωρίασις < ψωριώ, ερυθρίασις < ερυθριώ κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • ερυθρίαση — η (AM ἐρυθρίασις, Α ιων. τ. ἐρυθρίησις) [ερυθριώ] το κοκκίνισμα τού προσώπου (και γενικά τού δέρματος) κυρίως από ντροπή …   Dictionary of Greek

  • ἐρυθριάσεως — ἐρυθριάσεω̆ς , ἐρυθρίασις ruddiness fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρυθριάσῃ — ἐρυθριάσηι , ἐρυθρίασις ruddiness fem dat sg (epic) ἐρυθριά̱σῃ , ἐρυθριάω blush aor subj mid 2nd sg (attic doric) ἐρυθριά̱σῃ , ἐρυθριάω blush aor subj act 3rd sg (attic doric) ἐρυθριά̱σῃ , ἐρυθριάω blush fut ind mid 2nd sg (attic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»