Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἐρήσομαι

См. также в других словарях:

  • ἐρήσομαι — ἔρομαι ask fut ind mid 1st sg ἐράομαι love aor subj mp 1st sg (attic epic ionic) ἐράομαι love fut ind mp 1st sg (attic ionic) ἐρέομαι ask aor subj mp 1st sg (epic) ἐρέομαι ask fut ind mp 1st sg ἐρέω love aor subj mid 1st sg (epic) ἐρέω love fut… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έρομαι — ἔρομαι και ιων. και επικ. τ. εἴρομαι (Α) 1. ερωτώ, ζητώ να μάθω («τὸ μὲν πρῶτον... ἐρήσομαι... τὶς πόθεν ἀνδρῶν», Ομ. Οδ.) 2. ζητώ συμβουλή, συμβουλεύομαι 3. αιτώ, ζητώ («στρατηγός... ἠτήσ’ ἐρόμενος Κλεαίνετον» ο στρατηγός... ζήτησε παρακαλώντας… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»