-
1 πάλι
-
2 παλι-σύλ-λεκτος
παλι-σύλ-λεκτος, = παλινσύλλεκτος, Phot.
-
3 παλι-σύῤ-ῥαπτος
παλι-σύῤ-ῥαπτος, wieder zusammengenäht, geflickt.
-
4 παλι-νόστιμος
παλι-νόστιμος, zur Rückkehr gehörig, wie νόστιμος; ἦμαρ, Opp. Hal. 1, 616; Nonn. D. 11, 413.
-
5 παλι-καμπής
παλι-καμπής, ές, für παλιγκαμπής, Schol. Ap. Rh. 4, 1315.
-
6 παλι-δερκής
παλι-δερκής, ές, zurücksehend, zw. bei Orph. H. 61, 1 für πανδερκής.
-
7 παλι-νοστέω
παλι-νοστέω, zurückkehren, auch παλιννοστέω geschrieben, Eust. u. a. Sp.
-
8 παλί-στρεπτος
-
9 παλί-στροφος
παλί-στροφος, v. l. für παλίνστρεπτος, παλίνστροφος.
-
10 παλί-σκιος
παλί-σκιος, wie παλίνσκιος, wieder und wieder beschattet, dicht beschattet; ἐλαῖαι, Arist. H. A. 5, 30; Folgde; ἐν παλισκίῳ, an einem schattigen Orte, Plut. Num. 5; Arat. 22 u. a. Sp.
-
11 παλί-ψηστος
παλί-ψηστος, v. l. für παλίμψηστος.
-
12 παλί-ζωος
παλί-ζωος, = παλίνζωος.
-
13 παλί-γναμπτος
παλί-γναμπτος, v. l. für παλίγγναμπτος, Opp.
-
14 παλί-γλωσσος
παλί-γλωσσος, = παλίγγλωσσος, Hesych., der βλάσφημος erkl.
-
15 παλί-δρομος
παλί-δρομος, = παλίνδρομος.
-
16 παλί-νοστος
παλί-νοστος, auch παλίννοστος geschrieben, zurückkehrend, Nonn. 6, 62, oft.
-
17 παλί-βλαστος
παλί-βλαστος, = παλίμβλαστος, Theophr., zw.
-
18 παλί-βολος
παλί-βολος, = παλίμβολος, Hesych.
-
19 ἔμ-παλι
-
20 παλιδερκής
παλι-δερκής, ές, zurücksehend
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πάλι — (ΑΜ πάλι και πάλιν) επίρρ. 1. (χρονικό) εκ νέου, ξανά, άλλη μια φορά (α. «πάλι με χρόνους με καιρούς, πάλι δικά μας θά ναι» β. «καὶ εἰσῆλθε πάλιν εἰς τὴν συναγωγήν», ΚΔ) 2. (τοπικό) πίσω (α. «θα σού δώσω πάλι όσα δανείστηκα» β. «πάλιν χώρει μηδ… … Dictionary of Greek
πάλι — επίρρ. 1. ξανά, άλλη μια φορά: Να έρθεις πάλι. 2. πίσω: Πήρε το βιβλίο και το έφερε πάλι. 3. αντίθετα: Πολλοί θέλουν τη δημοτική γλώσσα, άλλοι πάλι έχουν επιφυλάξεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Πάλι — η γλωσσ. μεσαιωνική ινδοάρια γλώσσα βορειοϊνδικής προέλευσης, που αποτελεί γλώσσα τού βουδιστικού κανόνα Θεραβάντα και τής βουδιστικής ιερής φιλολογίας, αλλ. παλική γλώσσα … Dictionary of Greek
παλι(ο)- — βλ. παλαιο … Dictionary of Greek
πάλι — πάλιν back poetic indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλιώξει — παλῑώξει , παλίωξις pursuit in turn fem nom/voc/acc dual (attic epic) παλῑώξεϊ , παλίωξις pursuit in turn fem dat sg (epic) παλῑώξει , παλίωξις pursuit in turn fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλινδίνητον — παλῑνδίνητον , παλινδίνητος whirling round and round masc/fem acc sg παλῑνδίνητον , παλινδίνητος whirling round and round neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλινδίνητε — παλῑνδίνητε , παλινδίνητος whirling round and round masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλινδίνητος — παλῑνδίνητος , παλινδίνητος whirling round and round masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλιώξεως — παλῑώξεω̆ς , παλίωξις pursuit in turn fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλίωξιν — παλί̱ωξιν , παλίωξις pursuit in turn fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)