-
1 φιλ-ήρετμος
φιλ-ήρετμος, ruderliebend, gern das Ruder führend, die Schifffahrt liebend; öfters in der Od., als Beiw. der Phäaken, 8, 96, auch der Taphier, 1, 181.
-
2 εὐ-ήρετμος
εὐ-ήρετμος, gut rudernd, κώπη Aesch. Pers. 368; – wohl berudert, πλάτα Soph. O. C. 720; ναῦς Eur. Ion 1160.
-
3 εἰκοσ-ήρετμος
εἰκοσ-ήρετμος, zwanzigrudrig.
-
4 δολιχ-ήρετμος
δολιχ-ήρετμος, mitlangen Rudern; Apoll. Lex. Hom. p. 59, 32 Δολιχήρετμοι· μακρόκωποι. Homer sechsmal: Odyss. 8, 191. 369. 13, 166 Φαίηκες δολιχήρετμοι, ναυσίκλυτοι ἄνδρες; Odyss. 19, 339. 23, 176 ἐπὶ νηὸς ἰὼν δολιχηρέτμοιο; Odyss. 4, 499 νηυσὶ δολιχηρέτμοισιν. Vgl. φιλήρετμος u. ἐπήρετμος. – Αἴγινα Pind. Ol. 8, 20.
-
5 λευκ-ήρετμος
λευκ-ήρετμος, mit weißen Rudern, Eur. I. A. 283.
-
6 ἐπ-ήρετμος
ἐπ-ήρετμος, am Ruder, rudernd, ἑταῖροι Od. 2, 403; mit Rudern versehen, νῆες Od. 5, 16. 14, 224.
-
7 ἑξ-ήρετμος
ἑξ-ήρετμος, sechsrudrig, πτέρυγες νεῶν Ep. ad. 694 ( App. 204).
-
8 ἰσ-ήρετμος
ἰσ-ήρετμος, gleich an Rudern, νῆες, Eur. I. A. 242.
-
9 δολιχηρετμος
2с длинными веслами, длинновесельный, т.е. предпринимающий дальние плавания(νηῦς, Φαίηκες Hom.; Αἴγινα Pind.)
-
10 εξηρετμος
-
11 επηρετμος
-
12 ευηρετμος
-
13 ισηρετμος
-
14 λευκηρετμος
-
15 φιληρετμος
-
16 δολιχήρετμος
A long-oared, of a ship, Od.4.499, etc.; of the Phaeacians, using long oars, 8.191;δ. Αἴγινα Pi.O.8.20
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δολιχήρετμος
-
17 λευκήρετμος
λευκ-ήρετμος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λευκήρετμος
-
18 δολιχήρετμος
δολιχ-ήρετμος ( ἐρετμός): long-oared, making use of long oars; epith. of ships, and of the Phaeacian men. (Od.)A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > δολιχήρετμος
-
19 ἐπήρετμος
ἐπ-ήρετμος ( ἐρετμός): at the oar, Od. 2.403; furnished with oars; νῆες, δ , Od. 5.16.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἐπήρετμος
-
20 φιλήρετμος
φιλ-ήρετμος ( ἐρετμός): fond of the oar, oar-loving. (Od.)A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > φιλήρετμος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ισήρετμος — ἰσήρετμος, ον (Α) (για πλοίο) αυτό που έχει ίσον αριθμό κουπιών από τις δύο πλευρές του και συνεκδ. ίσο σε μέγεθος ή σε αριθμό με άλλα πλοία («Ἀργείων δὲ ταῑσδ ἰσήρετμοι νᾱες ἕστασαν πέλας» κοντά σ αυτά είχαν αράξει τα πλοία τών Αργείων ίσα σε… … Dictionary of Greek
λευκήρετμος — λευκήρετμος, ον (Α) αυτός που έχει λευκά κουπιά («λευκήρετμος Ἄρης», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + ήρετμος (< ἐρετμόν «κουπί». Το η τού τ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής εκτάσεως εν συνθέσει (πρβλ. ευ ή ρετμος, φιλ ήρετμος)] … Dictionary of Greek
ίππος — I Μονάδα μέτρησης της ισχύος που συμβολίζεται με CV (γαλλικά, Cheval Vapeur) ή HP (αγγλικά, Horse Power). H μονάδα CV χρησιμοποιείται κυρίως για τη μέτρηση ισχύος μηχανών και ισούται με 75 χιλιογραμμόμετρα ανά δευτερόλεπτο ή 736 W. Ο βρετανικός ι … Dictionary of Greek
φιλήρετμος — ον, Α (κυρίως για τους Φαίακες) αυτός που αγαπά τα κουπιά, την κωπηλασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἐρετμός «κουπί, κωπηλασία» (πρβλ. ἰσ ήρετμος). Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek